ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

 

ΓΙΑ ΤΟ ROCK STORY

(Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη για την «Ελευθεροτυπία». Μάρτιος 2009. Για το πρώτο ανέβασμα του έργου).

Η οικονομική κρίση θα μας κάνει ροκάδες

Δύο χρόνια πάλευε με «βουνά από kilobytes» στον υπολογιστή της η Λεία Βιτάλη. Είχε όμως πείσμα να κάνει θεατρικό έργο την αγάπη της για τη ροκ μουσική και τους προβληματισμούς της για την «αθεράπευτα ισόβια» σχέση μάνας-γιου. (…)

«Θέλει ψυχή το ροκ. Να πεθάνεις γι' αυτό. Είναι τρόπος ζωής», διακηρύσσει ο ήρωας-ροκ σταρ του έργου. «Για μένα και τη γενιά μου, το ροκ σήμαινε αντίθεση στο κατεστημένο, επαναστατική διάθεση, διαμαρτυρία, ομαδικότητα, οράματα», υποστηρίζει και η συγγραφέας.

Μήπως όμως το πλημμυρισμένο από τις μουσικές του Παύλου Σιδηρόπουλου έργο αφορά ένα «είδος προς εξαφάνιση»; Επιβιώνουν σήμερα οι «παλαιάς κοπής» ροκάδες, που έκαναν το ροκ τρόπο ζωής; «Το ροκ... ποτέ δεν πεθαίνει!», απαντά η Βιτάλη. «Λόγω της οικονομικής διεθνούς κρίσης θα ξαναγίνουμε γνήσιοι ροκάδες!».

Επειδή στα ροκ ακούσματά της κορυφαία θέση είχε και έχει ο Σιδηρόπουλος («δεν θα υπήρχε ελληνικό ροκ χωρίς τον Παύλο»), όταν άρχισε να σχεδιάζει το «Ροκ Στόρι» είχε μπροστά της διαρκώς την τραγική φιγούρα του. Το στόρι, που προέκυψε τελικά ,παρ' όλο που αντλεί πρώτη ύλη από τον χαρισματικό και ασυμβίβαστο βίο του, δεν αποτελεί πιστή βιογραφία του. Ναι μεν μιλά για τα «οράματα ενός ήρωα που η συντηρητικότητά μας και ο φόβος μήπως ξεβολευτούμε τον οδήγησαν στην αυτοκαταστροφή», στην πραγματικότητα όμως πραγματεύεται ζητήματα διαχρονικά: τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μοναξιά, τη βαθύτερη ανάγκη μας για δημιουργία και αγάπη.

«Κάθε έργο, λίγο ώς πολύ, βοηθάει τον συγγραφέα του να συμφιλιωθεί με ένα δικό του φόβο. Ετσι άρχισα να σκάβω στο βάθος», αποκαλύπτει η Βιτάλη. «Και δειλά δειλά άρχισαν να ξεπετάγονται κάποιες εικόνες ελληνικής οικογενειακής "ευτυχίας", αλλά και εικόνες ενός πλήθους κυνηγημένου από τανκς κι ύστερα απελπισμένοι έρωτες, που έσβηναν σε θαλασσοδαρμένες ακρογιαλιές. Ηταν σκέτη τρέλα!».

Στη δίνη της, ο ρόλος της μάνας είναι τουλάχιστον καταλυτικός. Ο ομφάλιος λώρος με τον ασυμβίβαστο γιο δεν κόβεται ούτε με το θάνατό της. «Η μάνα μάς διαμορφώνει. Σ' αυτό δεν χωρά... επανάσταση! Μπορεί να την πολεμάμε σ' όλη μας τη ζωή, αλλά την κουβαλάμε μέσα μας».


Κριτική για το Rock Story από τον Κώστα Γεωργουσόπουλου

 

…Η Λεία Βιτάλη είναι μια θεατρική συγγραφέας που καταπιάνεται πάντα με καίρια θέματα της Ελληνικής πραγματικότητας. Πάντα με κεραίες ευαίσθητες συλλαμβάνει τους ήχους μιας ορχήστρας κοινωνικής που παίζει φάλτσα ή παίζει χαζοχαρούμενα δημιουργώντας έναν άλλον, εξ ίσου επικίνδυνο, εθισμό, την αμεριμνησία, το «ωχ αδερφέ» ή το «ας πάει και το παλιάμπελο» ή, το χειρότερο, «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξουμε»! Στο πρόσφατο έργο της Βιτάλη «Rock Story» που παίζεται στο θέατρο Αργώ της Αιμιλίας Υψηλάντη – με την ίδια να πρωταγωνιστεί ως μια από τις γνωστές μητέρες που ρουφούν τον ιχώρα των παιδιών τους «από πολλή αγάπη» - ένας πατέρας (Γιώργος Ζιόβας) εθισμένος στο κυνήγι του χρήματος πάντα για το «καλό των παιδιών», αλλά με την απουσία του ή τον αυταρχισμό του οδηγεί ένα ταλαντούχο στη μουσική παιδί στις ουσίες και εν τέλει στον θάνατο, ενώ ο νεαρός συνθλίβεται ανάμεσα σε μια γυναίκα που θέλει εκείνη να του διαλέξει τη ζωή και μια αδελφή που προσαρμόζεται στο σύνηθες. Ο Βασίλης Παναγιωτίδης είναι ηθοποιός με ψαχνό και έξοχως τραγουδιστής ευρείας γκάμας. Η Δήμητρα Βαμβακάρη και η Έλια Βεργανελάκη έχουν σκηνικό τσαγανό. Οι δύο έμπειροι, Υψηλάντη ‘σε δύσκολο ρόλο αποχρώσεων’ και Ζιόβας, έξοχοι και συνάμα λιτοί. Η Κωστέα (εικαστικά), η Μαραγκουδάκη ‘φωτισμοί’, οι Βολιώτης ‘έξοχο βίντεο, φωτογραφίες’ και Σιδηροκαστρίτης (βίντεο) συμπληρώνουν μια παράσταση που έχει σπουδαίο και αναγκαίο λόγο υπάρξεως.

ΤΑ ΝΕΑ (13/5/2019)

 

https://www.tanea.gr/print/2019/05/13/lifearts/to-anousio-kai-oi-ousies/



Συνέντευξη για το πρόγραμμα του Rock Story
    Γράφετε μυθιστορήματα, διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα. Ποιες είναι οι διαφορές που αντιμετωπίζετε σε κάθε διαφορετικό είδος γραφής. Εσείς ποιο είδος προτιμάτε να γράφετε;
Κατ' αρχήν τα τέσσερα είδη φαντάζουν διαφορετικά, αλλά στο βάθος έχουν ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο: Μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αν αυτή η ιστορία είναι και ενδιαφέρουσα και δεν αναλώνεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, αλλά χτυπάει κατ' ευθείαν στη φλέβα της ζωής, δηλαδή στην ουσία της, τόσο το καλύτερο. Αν υπάρχει αυτό έχεις κάνει, σαν συγγραφέας, ένα κα­λό ξεκίνημα. Η διαφορά τους είναι στον τρόπο αφήγησης της ιστορίας. Το μυθιστόρημα έχει ευρυχωρία. Αφήνεις τη φαντασία σου να ξεδιπλωθεί παρασύροντας τον αναγνώστη σου σε καινού­ριες διαδρομές και εμπειρίες. Το διήγημα κάνει μικρότερες δια­δρομές και επικεντρώνεται σε στενότερο χρόνο και λιγότερα πρόσωπα. Στο σενάριο μπορώ να πω ότι εικονογραφούνται τα συναισθήματα των ηρώων, η εικόνα με τη λεπτομέρειά της αναδεικνύ­ει ατμόσφαιρες και συμπεριφορές. Το θεατρικό έργο, ωστόσο, θε­ωρώ ότι είναι το πιο άμεσο από όλα και αυτό που μπορεί να δημι­ουργήσει μεγάλη συγκίνηση στον θεατή. Ο λόγος παίζει το μέγιστο ρόλο, αλλά ακόμη μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι σιωπές και τα λόγια που δεν λέγονται, αλλά υφέρπουν κάτω από τα λεχθέντα. Ωστόσο όλα αυτά είναι σχηματικές αναφορές και συμβάσεις που μπορούν να ανατραπούν από τη διάθεση πειραματισμού του συγγραφέα. Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον. Προσωπικά κάθε φορά στην επιλογή της μορφής με οδηγεί το θέμα μου, αλλά σαν άτομο με καταβολές στην εικόνα μπορώ να πω ότι λατρεύω σε όλα τα εί­δη την κινηματογραφική γραφή.
    Έχετε βραβευτεί για κάποια από τα θεατρικά σας έργα. Πόσο εύ­κολο είναι για έναν θεατρικό συγγραφέα να διακριθεί στη σημερινή εποχή;
Η ευκολία να διακριθείς σήμερα είναι σφιχταγκαλιασμένη με την ευκολία να ξεχαστείς. Η ταχύτητα με την οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται προϊόντα και πρόσωπα έχει δημιουργήσει αυτό που λέμε «είδος μιας χρήσης». Εκεί είναι η πρόκληση σήμερα. Να μπορέσει ο συγγραφέας να ξεφύγει από τον κανόνα της μιας χρή­σης και να παραμείνει δημιουργικός. Από την άλλη η κουλτούρα της χώρας μας δυστυχώς ποδηγετείται από μια πολύ συγκεκριμένη και συντηρητική «ελίτ», η οποία αντιστέκεται σθεναρά στην είσοδο νέων δημιουργών που δεν έχουν την εύνοια της και δεν α­κολουθούν τους κανόνες της. Αυτό κάνει τη διάκριση για ορισμένους πολύ εύκολη και για άλλους δύσκολη έως αδύνατη.
Πώς νιώθετε όταν βλέπετε τα έργα σας να παίρνουν σάρκα και ο­στά;
Σαν μητέρα που έφερε στον κόσμο με οδύνη ένα παιδί που της φεύγει απ' την αγκαλιά της για να πορευτεί μόνο του στη ζωή. Ευτυχισμένη αν το «παιδί» τα καταφέρνει, λυπημένη στην αντί­θετη περίπτωση. Αλλά σίγουρα και στη μία και στην άλλη περί­πτωση υπάρχει απέραντη μοναξιά μέχρι την επόμενη... κύηση.
Πώς νιώθετε που πρώτη φορά ανεβαίνει έργο σας στη Θεσσαλονίκη;
Παρόλο που από το 2000 παίζονται έργα μου στην Αθήνα, την Κύπρο και το Λονδίνο, η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα μια πόλη που ονειρευόμουν, γιατί έχει αποδείξει ότι το θεατρόφιλο κοινό της ξέρει να αγκαλιάζει ζεστά τα έργα που το αγγίζουν. Ένα ροκ έργο λοιπόν για μια ροκ πόλη. Η ευχάριστη έκπληξη ήταν ακόμη μεγα­λύτερη που η πρόταση ήρθε από το Κρατικό Θέατρο.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να γράψετε το Rock Story;
Τα έργα υπάρχουν μέσα μας. Είναι βιώματα μας. Διαμορφώνο­νται καθώς περνούν τα χρόνια και μας διαμορφώνουν. Αυτό που έχω επαναλάβει πολλές φορές είναι κάτι που πιστεύω απόλυτα. Πρώτα ζεις και μετά γράφεις. Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ένα βίωμα «ωριμάζει» και τότε απελευθερωμένο από ενοχές, τύ­ψεις, οδύνη και φόβο, λυτρωμένο, θα έλεγα, αναδύεται. Αρκεί ένα ελάχιστο κέντρισμα από κάποια, ακόμη και φαινομενικά άσχετη, εξωτερική αιτία, για να συμβεί ένας κατακλυσμός από λέξεις. Είναι αυτό που κάποιοι λένε έμπνευση. Για το Rock Story το ερέθι­σμα ήταν το ξαναάκουσμα σε μια συναυλία των τραγουδιών του Παύλου Σιδηρόπουλου. Εκεί κατακλύστηκα από εικόνες, λόγια, βιώματα, στιγμές, ανακατεμένες με πολλά ακόμη τραγούδια των Doors, των Rolling Stones, του Bob Dylan, του Άσιμου και άλλων πολλών. Όχι πως δεν τα είχα ξανακούσει πολλές φορές αυτά τα τραγούδια. Αλλά με βρήκαν σε μια ιδιαίτερη στιγμή, που η συγκί­νηση ήταν απόλυτη και ξέσπασε σε λέξεις. Το ροκ το έχω ζήσει, το έχω αγαπήσει, με διαμόρφωσε και τώρα... το παραδίδω.
Είχατε στον νου σας κάποιον συγκεκριμένο rock star όταν το γρά­φατε; 
Δεν ξέρω. Έβλεπα μπροστά μου ένα υπέροχο πλάσμα που κι­νιόταν ευλύγιστα σαν αίλουρος στη σκηνή και στη ζωή. Κάτι μου θύμιζε, αλλά γρήγορα έφτιαξε τον δικό του χαρακτήρα και πήρε στα χέρια του τη ζωή του.
Σε ποια εποχή αναφέρεται το έργο; Θα μπορούσε η συγκεκριμένη ιστορία να διαδραματίζεται  και σήμερα;
Το Rock Story, αν και αναφέρεται σε κάποιες συγκεκριμένες δε­καετίες, όπως είναι του '60 του '70 και του '80, στην πραγματικό­τητα δεν περιορίζεται σ' αυτές, γιατί μιλά για τις σχέσεις των αν­θρώπων, τη στάση τους απέναντι στην επανάσταση και την ελευθερία, την απεγνωσμένη ανάγκη τους για αγάπη. Θα έλεγα ότι το έργο είναι το όχημα για να μιλήσω για όλα αυτά τα πολύ ανθρώ­πινα, καθημερινά και διαχρονικά θέματα.
Όταν γράψατε το Rock Story είχατε στο μυαλό σας ένα συγκεκρι­μένο κοινό στο οποίο απευθύνεστε;
Πάντα έχω στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο κοινό. Τις αδελ­φές ψυχές. Δεν γράφω για όλον τον κόσμο. Δεν θα 'ταν δυνατόν. Μ' ενδιαφέρει ένα κοινό ανεξαρτήτως ηλικίας που να έχει ευαί­σθητες κεραίες στα κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα, ανοι­χτό μυαλό σε νέες ιδέες, χωρίς συντηρητικούρες και πουριτανι­σμούς και ανεκτικό στη διαφορετικότητα. Η τέχνη, όπως ξέρετε, είναι μια μορφή επικοινωνίας, ίσως η πιο ευαίσθητη μορφή, και χρειάζεται και τα δύο μέρη, συγγραφέας και θεατής ή αναγνώ­στης δηλαδή, να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο. Διαφορετικά κάθε όλα πέφτουν στο κενό.
Τι σημαίνει για εσάς «ροκ»;
Οτιδήποτε αντίθετο στο κατεστημένο, που ξεχειλίζει από πά­θος για την αληθινή ζωή, ασυμβίβαστο και συγχρόνως απόλυτα ε­ρωτικό .
Το «ροκ» συνεχίζει να υφίσταται ως γενικότερη ιδεολογία και στά­ση ζωής;
Ναι, όπως όλα τα μεγάλα κινήματα της ιστορίας που, ενώ πολε­μιούνται από το κατεστημένο στην αρχή, μετά γίνονται τρόπος ζωής περνώντας στις πλειοψηφίες και κατόπιν αναιρούνται για να στηρίζονται μόνο από μειοψηφίες, ενώ κάποιοι εκμεταλλεύο­νται αυτές τις ιδεολογίες και τα ινδάλματα με σκοπό το κέρδος. (Βλέπε μπλουζάκια Τσε Γκεβάρα). Ωστόσο η «ροκ» στάση ζωής εξακολουθεί να υπάρχει αυθεντική. Έστω και στις μειοψηφίες. Αλλά θεωρώ ότι οι μειοψηφίες και οι ιδιαίτεροι άνθρωποι που ο­νειρεύονται οδηγούν τον κόσμο σε καινούριους δρόμους και ανα­καλύψεις.
    Τι σημαίνει το τρίπτυχο «sex, drags and rock and roll»; Πιστεύετε ότι η φράση αυτή που συνοψίζει την ιδεολογία μιας ολόκληρης ε­ποχής, εξακολουθεί να έχει οπαδούς σήμερα και εάν, ναι, συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο;
Νομίζω ότι αυτό το τρίπτυχο δεν σημαίνει σήμερα το ίδιο πράγ­μα που σήμαινε τότε. Σήμερα το sex είναι διαφορετικό, τα drugs κινούνται σε μαζικότερους χώρους και το rοcκ αnd roΙΙ έχει υπο­χωρήσει μπροστά σε νέες μουσικές μορφές διαμαρτυρίας, raegge, hip hop, κλπ. Ο απόηχος όμως εκείνης της ιστορίας υπάρχει στη ζωή μας και την έχει διαμορφώσει. Αν θέλετε είναι μια κληρονομιά εκείνης της εποχής που την έχουμε με τη σειρά μας κληροδοτήσει στους νεότερους. Την έχουμε στο DΝΑ μας όπως όλα.
Τι κρύβεται πίσω από έναν ροκ σταρ;
Ένας ευαίσθητος άνθρωπος!
Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Λεό, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θέλει ψυχή το ροκ. Να πεθάνεις γι' αυτό. Έχεις να πεθάνεις για τί­ποτα καλύτερο;». Πόσο «αληθινό» είναι αυτό το ιδανικό του Λεό;
Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που επιδιώκουν τις ουτοπίες και επιζητούν ιδανικά στη ζωή τους. Ιδανικά που να τους αφοσιω­θούν και να πεθάνουν γι' αυτά. Ένας από αυτούς ήταν ο Τσε Γκεβάρα, αν θέλετε, χωρίς να κάνω συγκρίσεις φυσικά. Ο Λεό θα μπορούσε να ήταν ένας αληθινός επαναστάτης σε μια άλλη χώρα. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι αλλιώς. Δεν υπάρχουν μεγάλες ι­δέες, δεν υπάρχουν επαναστάσεις, δεν υπάρχουν μαζικά αιτήμα­τα, δεν υπάρχει αληθινή αντίσταση. Μ' αυτήν την έννοια ένας ι­δεολόγος δεν βρίσκει έδαφος για να αναπτύξει την προσωπικότη­τα του και τη δράση του. Αυτό θα μπορούσε να μετατραπεί εύκο­λα σε αυτοκαταστροφή. Αυτή είναι η «αλήθεια» του Λεό. Δεν τον άφησαν να έχει οράματα. Ούτε οι άνθρωποι, ούτε η χώρα. Ξέρετε και η χώρα μπορεί πολλές φορές να σε οδηγεί στην αυτοκατα­στροφή. Οι όμορφοι άνθρωποι -και υπάρχουν πολλοί- όμορφα καίγονται!
Η σχέση του Λεό με τη μητέρα του, Νάντια, είναι μια «συνηθισμέ­νη» σχέση μητέρας-γιου;
Αυτή η σχέση αποτελεί ίσως και το κλειδί του έργου χωρίς αυ­τό να αναιρεί τα προηγούμενα. Θα έλεγα πως είναι μια σχέση τό­σο «συνηθισμένη» όσο συνηθισμένο είναι το Οιδιπόδειο σύμπλεγ­μα. Πολλές φορές ξέρετε κάποιοι συγγραφείς αποφεύγουμε να μι­λήσουμε ξεκάθαρα γι' αυτήν την τόσο δύσκολη σχέση μέσα στην οικογένεια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να είναι καθοριστι­κή στη διαμόρφωση χαρακτήρων και συμπεριφορών, που μας α­κολουθούν σε όλη μας τη ζωή. Όσο και αν δεν θέλουμε να τη βλέ­πούμε και προσπαθούμε να μη μιλάμε γι' αυτήν, πάντα υπάρχει και μας καθορίζει.
Πόσο κοντά στο πρότυπο μιας «τυπικής ελληνικής οικογένειας» είναι οι ήρωες του έργου;
Νομίζω πως αυτό είναι το διαφορετικό αλλά και ουσιαστικό πλεονέκτημα ενός ελληνικού θεατρικού έργου σε σχέση με ένα ξένο. Μιλάει όχι μόνο με λόγια αλλά κυρίως με τους κώδικες της δικής μας πραγματικής ζωής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αποτυπώνει τα βιώματα του σε κάθε έργο του. Κι εγώ ως Ελληνίδα που έχω ζήσει σαν κόρη μέσα σε μια τυπική οικογένεια και ζω και ως μητέρα σε μια άλλη, γράφω μ' αυτήν. Συγνώμη που είναι ένα κλισέ της ελληνικής οικογένειας αυτό το έργο.
Ποιος είναι ο ρόλος του πατέρα σε αυτή την οικογένεια; Ποια είναι η σχέση του με τον Λεό και τη Χρυσόφη, αλλά και με τη σύζυγο του;
Μπροστά σε μια τέτοιας δυναμικής μητέρα ο πατέρας λίγο ως πολύ φαντάζει απών. Όχι από το έργο, ούτε από την οικογένεια, αλλά από την ίδια τη ζωή. Ας μην ξεχνάμε πως ο πατέρας δεν παύει εκτός από πατέρας να είναι και γιος μιας άλλης μητέρας. Αυτό σημαίνει ότι κουβαλάει μαζί του τις εμπειρίες της προηγούμενης οικογένειας που γίνονται ζητούμενα από την καινούρια διαμορφώνοντας νέες δυναμικές. Απλοποιώντας θα έλεγα πως στην προκειμένη περίπτωση η σχέση του με τον Λεό είναι κρυφά ανταγωνιστική. Με τη Χρυσόφη δείχνει περισσότερο προστατευτικός με μια κρυφή διάθεση για τρυφερότητα. Αλλά η μεγαλύτερη κόντρα του συμβαίνει με τη Νάντια. Στο πρόσωπο της οποίας βλέπει όχι μόνο τη δική του μητέρα αλλά και τις αντιδράσεις της ίδιας της κοινωνίας απέναντι του. Μιας κοινωνίας που όλο ζητάει και ωθεί προς την αλλοτρίωση του εαυτού.
   Οι ήρωες του έργου ζουν μια μοναχική ζωή. Πού οφείλεται η από­γνωση τους;
   Αν τους ακούσετε να μιλούν, σχεδόν ποτέ δεν θα δείτε να απα­ντάει ο ένας στην ερώτηση του άλλου. Σχεδόν ποτέ δεν θα συμφωνήσουν. Ποτέ δεν θα έχουν τις ίδιες ανάγκες. Οι στιγμές τους για τρυφερότητα δεν συμπίπτουν. Και ο ένας κατηγορεί τον άλλον γι' αυτό. Έτσι βυθίζονται στη μοναξιά. Περιχαρακώνονται μέσα σ' αυτήν. Ταμπουρώνονται μακριά από το «εχθρικό» περιβάλλον. Όταν ξεπροβάλλουν, κρατούν «όπλο» για να μπορέσουν ν' αμυνθούν στον αντίπαλο. Δεν το θέλουν, αλλά, αν η επίθεση από τον εχθρό είναι πολύ δυνατή, μπορεί και να... «σκοτώσουν! Ενώ κατά βάθος δεν ζητούν παρά την αγάπη, απεγνωσμένα.
Και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας είχαν όνειρα που, όπως λένε, δεν τους επέτρεψαν να τα πραγματοποιήσουν. Ποιος ήταν τελικά ο «φτεροπεταχτής» των ονείρων τους;
Ο Σαρτρ λέει: «Η κόλαση μας είναι οι άλλοι», που σημαίνει ότι η κόλαση των άλλων είμαστε εμείς. Τα φτερά των ονείρων σιγά σιγά ψαλιδίζονται από τους οικείους, από την οικογένεια, στη συ­νέχεια από την κοινωνία και, για να επανέλθουμε σε προηγούμε­νη απάντηση, από την ίδια τη χώρα. Και στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, όπου χώρα πλέον βλέπε αλληλεξαρτούμενα διεθνή συμφέροντα. Είναι αυτό που λέει ο Κοέλιο α­ντίστροφα: Το σύμπαν, όταν θέλεις κάτι, συνωμοτεί για να (μη) γίνει. Συγνώμη που δεν είμαι πολύ αισιόδοξη. Αλλά είμαι σίγουρη πως όταν πιάνουμε πάτο τότε βγάζουμε πάλι φτερά απ' την αρχή. Κι αυτό είναι αισιόδοξο!
«Το ροκ είναι πολιτική, είναι επανάσταση". Πιστεύετε ότι στη ση­μερινή εποχή το ροκ διατηρεί τον «επαναστατικό» του χαρακτήρα; Θα μπορούσε να «εμπνεύσει» το πρόσφατο ξέσπασμα των νέων;
Θεωρώντας ότι το «ροκ» είναι στάση ζωής με μια ευρύτερη έν­νοια, ναι. Στις παλιότερες γενιές ο ήχος και οι στίχοι του ήταν ε­πανάσταση. Σήμερα ο γιος μου μπαίνει στο σπίτι από το σχολείο και φωνάζει ρυθμικά συνθήματα επαναστατικά προηγούμενων γενεών γελώντας σαν να κοροϊδεύει. Εγώ από αυτό καταλαβαίνω ότι... ψάχνεται! Οι νέοι ψάχνονται. Δεν είναι ευχαριστημένοι. Τους έχουμε ψαλιδίσει τα όνειρα. Ίσως μια δική μας «ροκ» στάση ζωής τους βοηθήσει.
Πιστεύετε ότι οι νέοι σήμερα έχουν ιδανικά και εάν ναι, ποια είναι αυτά; Πώς μπορούν να ξεφύγουν από το αδιέξοδο;
Ιδανικά και οράματα δεν είχε ποτέ το σύνολο των νέων σε κα­μία εποχή. Ας μη γελιόμαστε και ωραιοποιούμε με νοσταλγία το παρελθόν. Οράματα και ιδανικά έχουν ορισμένοι και αυτοί τα εμ­πνέονται από το οικείο περιβάλλον τους αναπτύσσοντας αντιστά­σεις σε μια υπερκαταναλωτική σημερινή τάση που θεοποιεί το χρήμα και τις επώνυμες μάρκες ρούχων. Προς το παρόν αυτό που βλέπω σε μεγάλη μερίδα νέων είναι ότι ψάχνονται, επιζητούν ο­ράματα και όλο αυτό αυξάνεται σε όγκο. Αλλά έχουμε ευθύνη για τα οράματα των παιδιών μας, πιστεύω. Τίποτα δεν γεννιέται μόνο του. Στο θέατρο λέμε ότι υπάρχει δράση και αντίδραση. Τα ορά­ματα είναι η αντίδραση στη δική μας δράση. Ο Τέρι Ίγκλετον, έ­νας σημαντικός θεωρητικός της λογοτεχνίας, είχε πει σε μια συ­νέντευξη του πρόσφατα σχετικά με την κρίση ότι: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε στο μέλλον είναι να βάλουμε τη συμπόνια στη ζωή μας. Σ' αυτή την περίπτωση θα συγκινούμασταν από τη στέ­ρηση των άλλων ανθρώπων κι αυτό θα μας οδηγούσε να μοιραστούμε μαζί τους τα ίδια αγαθά που μας εμποδίζουν να βιώσουμε τη δυστυχία τους. Το πρόβλημα θα μπορούσε να γίνει η λύση. Η ανανέωση του σώματος, ώστε ν' αρχίσει να νιώθει, και μια ριζική ανακατανομή του πλούτου είναι στενά συνδεδεμένα. Για να αντι­ληφθούμε σωστά, πρέπει να αισθανθούμε...» Για να συνοψίσω α­πλοποιώντας θα έλεγα ότι αυτό που χρειάζεται είναι αγάπη προς τους άλλους. Και χρειάζεται εδώ και τώρα. Απεγνωσμένα! Είναι λίγο αυτό για όραμα;
Με τη συγγραφέα συζήτησε η Αιμιλία Καρακόκκινου   








ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ για Reader.gr

 

είναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος για εσάς;

- Ο Παύλος είναι ένας θρύλος που συνδέεται με μια εποχή όπου δεν καθόμασταν παραδομένοι στον καναπέ μας, αλλά ψαχνόμασταν και οραματιζόμασταν μια αλλαγή σόλο τον κόσμο. Αυτό οραματιζόταν το ροκ και ο Παύλος μέσα από τους περισσότερους στίχους του. Δεν ήταν βέβαια μια αθώα εποχή ούτε ειδυλλιακή εποχήόπως δεν υπήρξε καμιά εποχή- αλλά είχε μια δυναμική για κάτι καλύτερο.   

 

Και αντίστοιχα τι σημαίνει ροκ για εσάς;

- Το ροκ δεν είναι απλώς μια μουσική. Το ροκ είναι στάση ζωής. Σημαίνει μια αντίσταση στο κατεστημένο, μια διάθεση ζωής μέχρι τα άκρα της, είναι αντισυμβατικός τρόπος ζωής. Βέβαια με αυτό το σκεπτικό μπορείς εύκολα να περάσεις απέναντι, και πολλοί πέρασαν γινόμενοι εντέλει αυτοκαταστροφικοί. Το ρίσκο είναι μεγάλο. Πιστεύω ότι οι ροκ άνθρωποι βαδίζουν στην κόψη αλλά η μαγκιά είναι να μπορείς να ισορροπήσεις εκεί πάνω χωρίς να ματώσεις επικίνδυνα.

 

Αυτά τα δυο λοιπόν γεννούν το 2009 το Rock Story... Γεννούν την ανάγκη να μιλήσετε για ποιο πράγμα στην ουσία;

- Δεν είμαι σίγουρη ότι ξέρω ακριβώς ποιο είναι το μήνυμα του έργου. Και τι θα εισπράξει ο θεατης. Εγώ ήθελα απλώς να υπερασπιστώ την επιθυμία του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του και να ζει με τα δικά του ιδανικά και όχι με ό,τι του επιβάλλουν οι άλλοι. Δύσκολο; Αναντίρρητα. Δυνατό; Το ψάχνω ακόμη.

 

Είναι βιογραφία εντέλει το έργο και τί το χαρακτηρίζει;

- Δεν είμαι βιογράφος. Δεν ακολουθώ τη ζωή του άλλου κατά γράμμα. Είμαι συγγραφέας μυθοπλάστης. Το Rock Story είναι εμπνευσμένο από την προσωπικότητα του Παύλου, μια δυνατή προσωπικότητα που εκφράζει αυτή τη ροκ στάση ζωής που είπα και πιο πριν.

 

Αν δεν κάνω λάθος το 2009 ανέβηκε από το ΚΘΒΕ. Ποιες θα είναι οι διαφορές 10 χρόνια μετά; θα είναι ένα πάντρεμα συναυλίας και παράστασης;

- Το έργο είναι το ίδιο. Στο ΚΘΒΕ πήρε μια μορφή σαν μιούζικαλ, τώρα ο σκηνοθέτης μας, ο Γιάννης Καραχισαρίδης, προτίμησε να αναδείξει περισσότερο την πρόζα και τη στάση ζωής. Η μουσική φυσικά πάντα υπάρχει ακολουθώντας την πρόζα και κάνοντας εντέλει κατανοητό το έργο από τον θεατή βάζοντάς τον στο κλίμα και παρασύροντάς τον να συμμετέχει στον προβληματισμό του έργου. Νομίζω λειτουργεί σαν μια εμπειρία ζωής.

 

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος παραμένει πιο σύγχρονος από ποτέ αναφέρετε...

- Ναι το έχω πει επανειλημμένως. Η εποχή μας έχει ανάγκη τα πιστεύω του για να δημιουργήσει καινούργια οράματα για τη ζωή. Το γεγονός ότι τον κέρδισαν τελικά οι ουσίες δεν αναιρεί το όραμά του για έναν καλύτερο κόσμο. Τώρα που ξέρουμε ίσως θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε τις ουσίες και να αποδεχτούμε το όραμα. Δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζουμε το ένα με το άλλο. Έχουμε τη δυνατότητα της επιλογής.

 

Αντίστοιχα, μπορείτε να φανταστείτε τον Παύλο Σιδηρόπουλο μέσα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κοινωνική και καλλιτεχνική;

- Η σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα είναι μια χύτρα ταχύτητας που αν δεν την αποσυμπιέσεις έγκαιρα μπορεί να εκραγεί. Παράλληλα με τα οικονομικά προβήματα στην καθημερινότητά μας δεν αντέχουμε πλέον τίποτα που να είναι διαφορετικό από ό,τι φανταζόμαστε πως εκπροσωπεί την «κανονικότητα». Ο Παύλος ήταν ελάχιστα αποδεκτός στην εποχή του από το μεγάλο μέρος της κοινωνίας είτε γιατί ήταν ροκ είτε για την επιλογή του στον τρόπο ζωής. Ήταν αντισυμβατικός και αυτό δεν γίνεται αποδεκτό. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Η διαφορετικότητα φοβίζει, πολεμιέται και αφανίζεται ως άκρως επικίνδυνη. Και ίσως σχετικά με αυτό το θέμα η εποχή μας είναι πιο σκληρή. Δεν το κουκουλώνει κάτω από το χαλί. Ξεσκεπάζει τη διαφορετικότητα και την πολεμάει σαν να ζούμε στον μεσαίωνα. Μα αν δει κανείς την πραγματικότητα όλοι είμαστε διαφορετικοί. Και υποκρινόμαστε από φόβο ότι είμαστε ίδιοι.

 

Το έργο αφήνει στο θεατή πικρή γεύση ή γλυκιά; Είναι αισιόδοξη η ματιά του ή το αντίθετο;

- Εφόσον εξακολουθούμε και ζούμε οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Που σημαίνει αγωνιστές.

 


Συνέντευξη στο θεσσαλονικιό free press «CITY PORTAL»
Συγγραφέας θεατρικών και μυθιστορημάτων, έγραψε ένα έργο για την ιστορία του ροκ στην Ελλάδα το οποίο ανεβαίνει από το ΚΘΒΕ. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι' αυτό. Αλλά κυρίως για όσα κρύβονται πίσω από τη λάμψη της συναυλίας: την αλήθεια του καλλιτέχνη όταν πέφτουν τα φώτα.
    Πώς προέκυψε το έργο Rock Story; Από τι ερεθίσματα δικά σας;
     Ξεκίνησε από τη διάθεση μου να μιλήσω για το ροκ και για έ­ναν ροκ σταρ. Όπως καταλαβαίνετε, στην Ελλάδα το ροκ, όταν ήρθε, πολεμήθηκε πάρα πολύ, την εποχή τη χούντας και αργότε­ρα, και πιστεύω ότι υπήρξαν πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες, ροκ σταρ, μεταξύ των οποίων ο Παύλος Σιδηρόπουλος κρατούσε την κορυφαία θέση, ο Άσιμος και άλλοι καλλιτέχνες... Το θέμα όμως ήταν ότι δεν ήθελα να γράψω μια βιογραφία κάποιου ροκ σταρ, αλλά να πω κάποια πράγματα περισσότερο για τη ροκ διάσταση του ροκ. Αυτή η ροκ διάσταση πιστεύω ότι είναι μια τάση, μια διάθεση που έχουν κάποιοι άνθρωποι μέσα τους, να στέκονται κριτικά απέναντι στη ζωή, να τολμούν πράγματα, να είναι αντισυμβατικοί, αν θέλετε, να καταγγέλλουν κάποια πράγματα, να έ­χουν οράματα, και αυτοί οι άνθρωποι πολλές φορές φιμώνονται.
     Αυτό βλέπουμε δηλαδή στο έργο να συμβαίνει και με τον ήρωα σας;
    Ναι, αυτό ήταν ακριβώς που συνέβη στον ήρωα μας, στον Λεό -τον έχω βαφτίσει Λεό- ο οποίος πραγματικά θα μπορούσε να οδη­γήσει το κοινό του σε αληθινούς δρόμους... Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν οράματα, αντιδρούν στο κατεστημένο, αλλά ο συντηρητισμός μας τους φιμώνει, αυτή η φίμωση τους δημιουργεί βεβαίως μια οργή η οποία στρέφεται τελικά εναντίον του εαυτού τους και γίνεται μια αυτοκαταστροφική δύναμη. Αυτό το έργο να μιλάει για τη μοναξιά μας, είναι και βαθύτατα πολιτικό έργο, για­τί παίρνει μια θέση, μέσα από το πρόσωπο του ήρωα, έχω μιλήσει για κάποια πράγματα που πιστεύω ότι αξίζει ο κόπος να ειπω­θούν, γιατί μας απασχολούν, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, αλλά και διαχρονικότερα θέματα θίγονται, όπως οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, η μοναξιά, η σχέση μητέρας-γιου που είναι καταλυτι­κή, και πιστεύω ότι πίσω από όλα αυτά τα πράγματα, απ' ό,τι και να ψάχνει ο άνθρωπος στη ζωή του, στην πραγματικότητα ψά­χνει απελπισμένα για την αγάπη.
Sex, drugs and rock n ’roll... Προσπαθείτε δηλαδή, απ' ό,τι κα­τάλαβα, να αναδείξετε στο έργο τι υπάρχει πραγματικά πίσω από αυ­τό το πρώτο επίπεδο;
Ναι, τι σημαίνει πραγματικά το ροκ, τι κινητοποίησε στην Ελ­λάδα, πόσο κυνηγήθηκε και πιστεύω ότι οι πραγματικοί ροκάδες, είναι αυτοί που μέσα τους κρύβουν αυτήν την τρυφερότητα και την ανάγκη για αγάπη.
Βλέπουμε ουσιαστικά και την ιστορία της ροκ μουσικής στην Ελ­λάδα μέσα από την παράσταση σας;
Ναι, διότι το ροκ ξεκίνησε, τουλάχιστον στη δική μου την ι­στορία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και φτάνουμε μέχρι τον θάνατο του ήρωα μου ο οποίος γίνεται στη δεκαετία του 1990.
Βλέπουμε δηλαδή τη ζωή του ήρωα σε βάθος χρόνου ή μόνο τα τρία τελευταία λεπτά πριν πεθάνει;
Βλέπουμε καταρχήν ένα άτομο πεσμένο στη σκηνή από ουσίες σε μια συναυλία και μέσα από τα τρία αυτά λεπτά που θεωρητικά έχει ο άνθρωπος για να φύγει οριστικά, περνάει όλη του η ζωή και συνειδητοποιεί το τι έχει συμβεί, σαν αναδρομή στο παρελθόν, έ­χει αυτήν την ιδιαιτερότητα αυτό το έργο, ότι λειτουργεί συνειρ­μικά, δηλαδή βγαίνουν στην επιφάνεια στιγμιότυπα από τη ζωή του ήρωα, πολύ συγκεκριμένα και πολύ δυνατά, που τον έχουν σφραγίσει και είναι σαν κάποια βίντεο κλιπ της ζωής του, ανάμε­σα από τις μουσικές του, ο χρόνος μπαίνει και βγαίνει... Είναι έρ­γο που παρόλο που μπορεί να λειτουργεί σαν βίντεο κλιπ, με στιγ­μιότυπα και κινηματογραφική γραφή, εντούτοις είναι ένα ολοκληρωμένο έργο, με αρχή, μέση και τέλος, που μιλάει για την πο­ρεία αυτού του ανθρώπου και μέσα από αυτό, περνάω την άποψη που έχω και εγώ για τη ζωή.
Φαντάζομαι θα είστε και λάτρης του ροκ...
Λατρεύω τη μουσική βεβαίως αυτή, το ροκ και δεν θεωρώ ότι ροκ είναι μόνο το ροκ εν ρολ, αλλά ροκ μπορεί να είναι μια όπερα, μπο­ρεί να είναι η τζαζ, μπορεί να είναι ένα ρεμπέτικο, και γενικώς δου­λεύω παρά πολύ και ακούγοντας μουσική, και νομίζω ότι αυτός ο ρυθμός, που πολλοί μου λένε ότι υπάρχει στα έργα μου όλα, ακόμη και στα βιβλία μου, τα μυθιστορήματα, οφείλεται στη μουσική.
Η ροκ ιστορία σας θα λέγατε ότι είναι ένα καθαρόαιμο μιούζικαλ;
Όχι, θα έλεγα ότι είναι ένα τελείως καινούριο υβριδικό είδος, ξέρετε το μιούζικαλ είναι περισσότερο μελοδραματικές ιστορίες που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν happy end, ή να στηρίζονται στο μελόδραμα, σε μας δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, είναι ρεαλιστι­κό, είναι δράμα, είναι ένα σπαρακτικό έργο, παρόλο που προσπα­θώ και το έχω πλησιάσει με μια ανάλαφρη διάθεση, αλλά νιώθεις την ειρωνεία και το βάθος κάτω από αυτό και αν θέλει κάποιος να προχωρήσει σε επίπεδα μπορεί να πάει σε πολλά επίπεδα κάτω. Ω­στόσο, είναι μια πάρα πολύ κεφάτη ιστορία έστω και αν είναι μια μαύρη ιστορία.
Δεν είναι όμως καθαρά ρεαλιστική...
Υπάρχουν αυτά τα ρεαλιστικά στοιχεία τα οποία όμως είναι δο­σμένα με ονειρικό τρόπο, γιατί όπως σας είπα, λειτουργούν συ­νειρμικά, βγαίνουν από το μυαλό του ήρωα μου, και ο οποίος μπερδεύει κάποια στιγμή τις ψευδαισθήσεις, την πραγματικότη­τα, το χρόνο, και όλα αυτά λειτουργούν έτσι ώστε να υπάρχει ένα παρά πολύ ονειρικό και αν θέλετε μεταφυσικό στοιχείο στο έργο.
Πότε γράψατε το έργο; Είναι καινούριο;
Είναι τελείως φρέσκο έργο, τελείωσε τώρα τον Γενάρη ουσιαστικά, το παλεύω τρία χρόνια και ήταν πραγματικά για μένα μια πάλη, σαν να πάλευα με θηρία, αυτοί οι άνθρωποι, γιατί δεν είναι απλώς προσωπικότητες και ήρωες, νομίζω ότι είναι και σύμβολα και ο πατέρας και η μητέρα και ο αδελφός και η αδελφή μέσα στην οικογένεια λειτουργούν συμβολικά...
Ροκ χωρίς ουσίες και όλα αυτά με τα οποία το ταυτίζει το ευρύ κοι­νό θα μπορούσε να υπάρξει;
    Ο ήρωας μου κάποια στιγμή λέει μην παίρνετε ηρωίνη, είναι μια παπάρα, δεν μπορεί να σου δώσει κανένα όραμα. Το πιστεύω αυτό, δηλαδή δεν έχει πλέον αυτό που υπήρχε παλιότερα σε σχέση με το παραμύθι, γι' αυτό και την ηρωίνη την λέγαν «παραμυθά» παλιότερα, έχει ξεφτίσει. Τώρα η ιστορία των ναρκωτικών είναι αλλού, είναι στους εμπόρους και πώς θα ξεφύγεις από αυτούς, δεν υπάρχει αυτό το παραμύθι γύρω από τα ναρκωτικά. Βεβαίως, μπορούμε να είμαστε ροκ κρατώντας μια κριτική στάση ζωής απέναντι στα πράγματα, αλλά δεν έχουμε κανένα λόγο να χρησιμο­ποιούμε ουσίες για να μπορούμε να κρατήσουμε αυτή τη στάση.
Για σας δηλαδή το ροκ είναι κυρίως αυτό;
    Για μένα το ροκ είναι μια στάση ζωής, να μην παραμυθιάζεσαι από τα πράγματα, να μπορείς να κρατάς μια κριτική σχάση και ως επί το πλείστον να μπορείς να λες την αλήθεια, να μη βολεύεσαι.
Συνέντευξη στη Νατάσα Χολιβάτου και το περιοδικό «CITY», 17.3.2009






Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον... Ακη Πάνου είναι συμπτωματική

Η Λεία Βιτάλη υποστηρίζει πως δεν φωτίζει τον κορυφαίο τραγουδοποιό στο «Ζεϊμπέκικό» της

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Μία από τις πιο γερές πένες της εγχώριας δραματουργίας, η Λεία Βιτάλη, βρέθηκε στο στόχαστο των κληρονόμων του Ακη Πάνου. Το «Ζεϊμπέκικό» της, που παρουσιάζεται με τον Γιώργο Νινιό στο Στούντιο Μαυρομιχάλη, θεωρήθηκε από τους συγγενείς του μεγάλου τραγουδοποιού η σκηνική βιογραφία του.

Ο Γιώργος Νινιός (πλαισιώνεται από τις Στέλλα Κρούσκα και Μαρία Κατσούλη) ενσαρκώνει έναν ήρωα που «στέκεται απέναντι στην εξουσία και δεν του συγχωρείται»Τους συνειρμούς, πέρα από την ίδια την πλοκή και την ταυτότητα του ήρωα, ενίσχυσε μια παλαιότερη θεατρική βιογραφία που έχει συνθέσει η Βιτάλη. Το «Rock Story», που είχε πρωταγωνιστή τον Παύλο Σιδηρόπουλο.

- Το «Ζεϊμπέκικο» αφορά όντως τον Ακη Πάνου;

«Υπήρξε κάποιο δημοσίευμα που έκανε το συσχετισμό. Αλλά ήταν μια προσωπική εκτίμηση του δημοσιογράφου. Δεν μπορείς να σταματήσεις το μυαλό να κάνει συνειρμούς. Ωστόσο, το δικό μου "Ζεϊμπέκικο" δεν απεικονίζει κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο και φυσικά ούτε είναι μια πραγματική ή φανταστική βιογραφία του Ακη Πάνου, ούτε του Τσιτσάνη, ούτε του Καλδάρα, ή του Ζαμπέτα ή άλλων συνθετών των οποίων τραγούδια ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ολους αυτούς τους συνθέτες τούς εκτιμώ και μεταξύ αυτών φυσικά και τον Ακη Πάνου, που τον θεωρώ κορυφαίο τραγουδοποιό».

- Είναι γεγονός ότι σας κάνανε ασφαλιστικά μέτρα οι κληρονόμοι του, απαγορεύοντάς σας οποιαδήποτε -ακόμα και έμμεση- αναφορά στον Πάνου αλλά και κάθε χρήση τραγουδιών του;

«Θα ήθελα να μπορούσα να συμπεριλάβω και δικά του τραγούδια, αλλά με σταμάτησαν. Δεν θέλω να κρίνω την πράξη, απλώς πιστεύω ότι η μουσική που λατρεύτηκε από τον κόσμο αξίζει να ακούγεται. Ο κόσμος διψάει για καλό λαϊκό τραγούδι σήμερα "να μερέψει το αχ που 'χει μέσα του", όπως λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής του έργου μου, ο Λευτέρης».

- Για ποιον το γράψατε, εντέλει, το έργο σας;

«Το έργο το έγραψα για τον κόσμο, φτιάχνοντας ένα φανταστικό πρόσωπο με υλικά από την πραγματική ζωή για να μιλήσω για την Ελλάδα εκείνη που προετοίμασε τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, για την απόρριψη των γνήσιων ανθρώπων. Για τη λαίλαπα της εισηγμένης "τιποτοσύνης" του λάιφ στάιλ. Δεν θέλω να προκαλέσω. Θέλω να ταρακουνήσω».

- Ο κεντρικός ήρωας λειτουργεί ως σύμβολο;

«Ο Λευτέρης είναι ένας αληθινός άνθρωπος με πάθη, με οράματα, με δυνατότητες, με ταλέντα, αλλά βρίσκεται σε λάθος μεριά. Στέκεται απέναντι από τους ανθρώπους της εξουσίας κι αυτό δεν του συγχωρείται. Στην πορεία της ζωής του, ως ασυμβίβαστο άτομο που συνεχώς απορρίπτεται, σκοντάφτει, κάνει λάθη γιατί δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει. Και δεν την έχει γιατί είναι λαϊκός. Ανήκει σε εκείνο το είδος που προσπαθούν να εξαλείψουν και να μεταλλάξουν διά της βίας, δημιουργώντας έναν νέο υβριδικό άνθρωπο που από τη λαϊκότητα -χωρίς κανένα ουσιαστικό εφόδιο ή βοήθεια- θα περάσει στις τάξεις της νέας πραγματικότητας. Αυτό συμβολίζει ο Λευτέρης. Την αντίσταση στη βίαιη μετάλλαξη των ανθρώπων αυτής της χώρας. Μέσα στον Λευτέρη, στη Στέλλα, στη Μυρσίνη υπάρχουν ψήγματα ανθρώπων που γνώρισα, που διάβασα γι' αυτούς, που αγάπησα και πόνεσα. Κι αν θέλετε -γιατί να το κρύψω;- κάπου εκεί μέσα υπάρχω κι εγώ. Το θέατρο χρειάζεται την αλήθεια για να υπάρξει και να συγκινήσει. Το ψεύτικο διακρίνεται αμέσως και απωθεί».

- Σημειώνετε ότι το θεατρικό «καθρεφτίζει την αλήθεια της ελληνικής ψυχής και θέτει καίρια ερωτήματα για τις αξίες της νέας πραγματικότητας». Εχει ειδικά χαρακτηριστικά η ελληνική ψυχή;

«Εμείς εδώ κάτω, στο Νότο, είμαστε αλλιώς. Ο ήλιος, η θάλασσα, το κλίμα, το παρελθόν και ένα σωρό άλλα στοιχεία μάς διαφοροποιούν από τους βόρειους αλλά και τους άλλους νότιους λαούς. Ομως κοντεύουμε να ξεχάσουμε την ιδιαιτερότητά μας ως λαός, γιατί αυτή την ιδιαιτερότητα κάποιοι προσπαθούν να την πλασάρουν ως ελάττωμα. Σαν να λέμε είναι ελάττωμα που είσαι έγχρωμος ή ομοφυλόφιλος. Γίναμε ρατσιστές εναντίον του εαυτού μας. Αλλά γιατί μου δίνει μεγαλύτερη αξία σαν άνθρωπο να έχω τσερόκι από το να έχω μπέσα; Και γιατί πρέπει ο άνθρωπος να υπηρετεί το σύστημα και όχι το αντίστροφο; Δεν ξέρω αν όλα αυτά βγαίνουν στην παράσταση, αλλά αυτή ήταν η πρόθεσή μου».

- Το έργο ανήκει σε μια κατηγορία, ως είδος;

«Στα έργα μου πάντα υπάρχει ένα στοιχείο θρίλερ και μ' αρέσει να παίζω μ' αυτό. Το έργο είναι μια κοινωνική τραγωδία με στοιχεία θρίλερ και χιούμορ και με πολιτικές προεκτάσεις. Πάνω απ' όλα, όμως, είναι μια πληγωμένη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε τρία πρόσωπα».

- Είναι εύκολο να γράφετε θέατρο όταν τα πάντα γύρω σας -ενδεχομένως, και εντός σας- κλονίζονται και καταρρέουν;

«Το δύσκολο σ' αυτή την τρέλα και το σφυροκόπημα των φλεγόμενων γεγονότων είναι να κατορθώσεις να σταθείς σ' ένα σημείο και να αρχίσεις να βλέπεις καθαρά τι συμβαίνει. Μπορεί να χάσεις την εξέλιξη -που είναι, δυστυχώς, προβλέψιμη- αλλά κερδίζεις την ουσία. Και το θέατρο αυτό έχει ανάγκη: Την ουσία».

- Το θέατρο πρέπει να μπολιάζεται κι από τη συγκυρία; Είναι φορές που πρέπει να συνομιλεί με το επικαιρικό;

«Η τέχνη αδικείται όταν γίνεται επικαιρική. Μεγαλουργεί, όμως, όταν κατορθώνει να είναι επίκαιρη. Το θέατρο, με τη δυναμική που έχει, απαιτεί την επικαιρότητα. Αν κατορθώσει ο δημιουργός να τη "χωνέψει" και να την αποδώσει, τόσο το καλύτερο. Θεωρώ ότι οι μεγάλοι δραματουργοί -κλασικοί και σύγχρονοι- κάνουν πολιτικό θέατρο. Δεν μπορείς να κάνεις την πάπια, όταν γύρω σου το σύμπαν καίγεται. Τότε συμβάλλεις σ' αυτό το κάψιμο»

 

 



 

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ in.gr

Μαρία Παπουτσή



-
Tι κρύβουν οι νύχτες στην Εθνική οδό;

 

-    Η Εθνική Οδός όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη είναι Εθνική, δηλαδή θα έλεγα είναι μια μικρογραφία της Ελληνικής πραγματικότητας και για αυτό επέλεξα το έργο μου Νύχτα στην Εθνική να διαδραματίζεται εκεί. Στην Εθνική μπορείς να συναντήσεις τη νύχτα –αν τολμήσεις- τους πάντες και τα πάντα. Διακινούνται νόμιμα η παράνομα από εμπορεύματα μέχρι άνθρωποι. Από σκοτεινούς ανθρώπους της νύχτας και μαφιόζους μέχρι γραβατομένους ευυπόληπτους επιχειρηματίες ή ανυποψίαστους πολίτες. Γυναίκες και παιδιά που εμπλέκονται σε διακίνηση ή πέφτουν εύκολα θύματα. «Μπρατσαράδες» και προστάτες. Μετανάστες και λούζερ. Είναι μια μικρογραφία της κοινωνικής πραγματικότητας. Εκεί λοιπόν μπορούν να συμβούν τα πιο ακραία. Και συμβαίνουν.

- Στο έργο σας αποκαλύπτετε τα βίαια παρασκήνια του σήμερα στην Ελλάδα;

 

-    Αυτό ακριβώς συμβαίνει νομίζω. Αλλά δεν ήταν η πρόθεσή μου από την αρχή. Ήθελα να γράψω ένα έργο για την αγάπη αλλά από την αντίθετη πλευρά. Την έλλειψή της και τα αποτελέσματα που μπορεί να φέρνει αυτή η έλλειψη. Και τα αποτελέσματα είναι η βιαιότητα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην πραγματική ζωή. Μόνα τους ξεπήδησαν τα γεγονότα του έργου. Σαν αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης. Και ναι, υπάρχει πολύ μεγάλη βία σε όλα τα επίπεδα σήμερα στη χώρα μας. Και θα έλεγα τα πιο βίαια είναι αυτά που δεν βλέπουν εύκολα το φως της δημοσιότητας γιατί εκείνοι που τα διαπράττουν κρύβονται πίσω από σκιές.

- Πώς αντιμετωπίζετε το γεγονός ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που βλέπουν την Ευρώπη ως τόπο ουτοπίας;

 

-    Θα μου επιτρέψετε να πω ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το αντιμετωπίσει η ίδια η Ευρώπη. Όσο πιο μεγάλο είναι το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους απελπισμένους ανθρώπους και σ’ αυτούς που ευνομούνται τόσο πιο πολύ θα φαντάζει σαν όραμα η είσοδος στην Ευρώπη. Αλλά η ίδια η Ευρώπη παύει σιγά σιγά να είναι αυτό που ήταν, η αυτό που ονειρευόμασταν ότι θα θέλαμε να είναι. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα των ανθρώπων που τη φαντάζονται σαν ιδανικό αλλά της ίδιας της Ευρώπης που έχει χάσει το ανθρώπινο πρόσωπό της.
 
- Η παράσταση ανέβηκε πέρσι για λίγες παραστάσεις και παίζεται φέτος όπως διάβασα στο Δελτίο Τύπου εμπλουτισμένη. Τι ήταν αυτό που προσθέσατε;

 

-    Πρόσθεσα κάποιες ιδιαίτερες σκηνές που πίστεψα ότι τις είχε ανάγκη το έργο για να αποκαλυφθούν οι βαθύτερες αιτίες της συμπεριφοράς των ηρώων μου. Γιατί το έργο μπορεί να έχει πολιτικές προεκτάσεις πάνω στο θέμα της βίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας –πράγμα που του προσδίδει την επικαιρότητά του- αλλά δεν παύει να ασχολείται με τις ανθρώπινες σχέσεις, που είναι η βάση της ζωής και τις οποίες προσπαθώ πάντα να ψάχνω σε βάθος. Έτσι νομίζω αναδεικνύεται περισσότερο η στερημένη από έρωτα ζωή της μάνας, η απεγνωσμένη ανάγκη του νεοναζί γιου της για την αγάπη που δεν εισέπραξε ποτέ, αλλά και η πάλη της ξένης πρόσφυγας να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα χρησιμοποιώντας κάθε μέσο.

 

- Εκτός από συγγραφέας του έργου υπογράφετε και τη σκηνοθεσία. Πώς θα περιγράφατε τη διττή αυτή εμπειρία σε μία παράσταση γενικά, και πώς λειτούργησε σε εσάς στη συγκεκριμένη περίπτωση;

 

-    Να διευκρινίσω κατ’ αρχήν ότι δεν διεκδικώ τον τίτλο του σκηνοθέτη. Δεν μπαίνω σε ξένα χωράφια. Απλώς, αν θέλετε, έχω μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο γραφής μου από τότε που άρχισα να γράφω θέατρο. Δεν στηρίζομαι μόνο στα λόγια. Η στις παύσεις. Αλλά στηρίζομαι πολύ στη σωματική αντίδραση των ηρώων μου και σ’ αυτά που δεν λένε αλλά υπονοούν. Όλα αυτά μαζί φτιάχνουν το έργο. Όπως καταλαβαίνετε οι σκηνικές οδηγίες σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αναπόφευκτες για να γίνει κατανοητή η συμπεριφορά των ηρώων και να τους γνωρίσει κάποιος. Και επειδή γράφοντας γνωρίζω καλά τους ήρωές μου μπορώ να τους στήσω πάνω στη σκηνή. Από την άλλη το στήσιμο πάνω στη σκηνή των ηρώων λειτουργεί διαδραστικά. Τους γνωρίζω ακόμη περισσότερο και μπορώ να τους αναπτύξω ακόμη καλύτερα. Είναι μια διαδικασία που εμπλουτίζει το έργο. Και καμιά φορά με έλκει πολύ να το κάνω. Φυσικά μπορεί να γίνει και μια πολύ καλή ανταλλαγή απόψεων με κάποιον άλλον σκηνοθέτη, πράγμα που είναι εξ ίσου δημιουργικό.

- Μας λείπουν οι ηγέτες σήμερα – με την ουσιαστική έννοια του όρου- αυτοί που θα παράξουν έργο και δεν θα αναζητήσουν οπαδούς;

 

-    Ανατρέχοντας πίσω στην ιστορία μπορεί να δει κανείς ότι οι μεγάλοι ηγέτες στην πραγματικότητα ήταν πολεμιστές. Κέρδισαν κάποιον πόλεμο. Δεν ξέρω αν αυτό για μένα είναι το ιδεώδες ενός μεγάλου ηγέτη. Γιατί είμαι απελπιστικά κατά του πολέμου όσο αναπόφευκτος και αν είναι. Ο πόλεμος ωστόσο γίνεται αναπόφευκτος όταν βρίσκεσαι σε άμυνα. Οι άλλοι μεγάλη ηγέτες είναι οι μεγάλοι επαναστάτες. Που είτε τους αφανίζουν είτε τους ανατρέπουν τα ιστορικά γεγονότα. Και ευτελίζονται γινόμενοι στάμπες σε μπλουζάκια! Σήμερα δεν μπορώ πια να πω ότι μπορεί να υπάρξει μεγάλος ηγέτης. Πολιτικοί ναι καλύτεροι η χειρότεροι. Αλλά όλοι έχουν ανάγκη από οπαδούς για να υπάρξουν.  Αν δεν έχεις τον κόσμο με το μέρος σου είσαι εναντίον του. Και αν είσαι εναντίον του είσαι δικτάτορας. Δύσκολο το έργο της Δημοκρατίας.

 

- Πόσο ρόλο παίζει η διανομή για την επιτυχία μιας παράστασης;

-    Η καλή διανομή αναδεικνύει το έργο. Ο ρόλος είναι μόνο λόγια και σκηνικές οδηγίες. Βρίσκεται μέσα στο μυαλό του συγγραφέα. Αλλά για να υπάρξει πραγματικά, ο ηθοποιός είναι εκείνος που δίνει στον ρόλο σάρκα και οστά. Μεταλαμπαδεύει τη δική του προσωπικότητα. Αν δεν ταιριάζει στον ρόλο και αν δεν τον υποστηρίξει δεν υπάρχει τίποτα πάνω στη σκηνή. Αν αυτή τη στιγμή γίνεται κάτι ζωντανό και ενδιαφέρον πάνω στη σκηνή και αναδεικνύεται η Νύχτα στην Εθνική είναι γιατί υπάρχουν αυτοί οι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί που χαρίζουν τη δική τους προσωπική ενέργεια στους ρόλους. Φυσικά κάπου πρέπει να έχουν να βασιστούν. Ρόλος και ηθοποιός είναι συγκοινωνούντα δοχεία και ο συγγραφέας ευτυχής αν κυλάει αίμα ζωντανό και ζεστό από το ένα μέρος στο άλλο.
 
- Είναι τα όνειρα της νεότερης γενιάς «Όνειρα που ματώνουν ντελαπάροντας;»

 

-    Είμαι πολύ κοντά στη νέα γενιά γιατί ο γιος μου ανήκει σ’ αυτήν. Ζω μαζί του το μεγάλο πρόβλημα αυτής της γενιάς που έπεσε ξαφνικά στο κενό. Δεν έχει αξίες να στηριχτεί. Αυτά που μαθαίνει σπίτι του δεν υποστηρίζονται από τη ζωή εκεί έξω. Δεν έχει οράματα η έξω ζωή. Δεν προσφέρει δυνατότητες. Ίσως δεν έχει και μέλλον. Τουλάχιστον έτσι όπως το ονειρευτήκαμε εμείς γι’ αυτούς. Ναι η νέα γενιά ζει σε ένα κενό. Κι εμείς με νύχια και με δόντια παλεύουμε να τους εμφυσήσουμε την αισιοδοξία και την μη παραίτηση από την προσπάθεια. Ελπίζω να είμαστε αρκετά ικανοί γι αυτό.

- Πώς βλέπετε που ο Γιαν Φαμπρ αναλαμβάνει έναν ελληνικό πολιτιστικό οργανισμό όπως είναι το Φεστιβάλ Αθηνών;

 

-    Τέλειο! Ο Γιαν Φαμπρ είναι ένας εξαιρετικός και πρωτοποριακός καλλιτέχνης. Θα μπορούσε πιστεύω να αναλάβει όχι μόνο το Φεστιβάλ στη χώρα μας αλλά και άλλα πολλά πράγματα και όχι μόνο στη χώρα μας αλλά παντού. Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία δεν υπάρχουν στεγανά τουλάχιστον στην Τέχνη. Πρόσφατα μαθαίνω ότι και άλλοι ξένοι θα αναλάβουν καίρια πόστα στους τομείς της Τέχνης στη χώρα μας. Χαίρομαι που όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι προσπαθούν να στηρίξουν την Ελλάδα. Και λυπάμαι απεριόριστα που εμείς εδώ, σ’ αυτό το μικρό χωριό της Ευρώπης, δεν έχουμε ικανούς ανθρώπους και καλλιτέχνες για να το κάνουν αυτό. Η μήπως έχουμε;


- Στην παράσταση έχετε εντάξει και ένα νεοναζί. Έχετε σκεφτεί μήπως ο συγκεκριμένος ρόλος προκαλέσει αντιδράσεις από την πολιτεία ή την κοινωνία;

 

-    Η μεγαλύτερη κατάκτηση του πολιτισμένου ανθρώπου είναι η ελευθερία πιστεύω. Κερδίσθηκε με αίμα. Όχι βέβαια ότι υπάρχει η ελευθερία στον βαθμό που θα θέλαμε. Ωστόσο μια μεγάλη στιγμή της ελευθερίας εκφράζεται μέσα από την Τέχνη. Η τέχνη δεν αντέχει τη λογοκρισία. Πεθαίνει μαζί της. Και το μεγάλο έργο της τέχνης είναι πιστεύω να λέει την αλήθεια έτσι όπως δεν τη βλέπει ο κόσμος δημοσιευμένη εύκολα. Την πραγματική αλήθεια. Οι νεοναζί υπάρχουν. Και είναι πολλοί γύρω μας. Η Τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη να φέρνει στο φως την όποια αλήθεια. Αν φοβάται η κοινωνία να δει την αλήθεια είναι καταδικασμένη να την υφίσταται.

 

ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ

 

 

http://www.in.gr/entertainment/theater/interviews/article/?aid=1500065457






 

Συνέντευξη στην Αντιγόνη Καράλη για τη Νύχτα στην Εθνική

 

-  Τι σας οδήγησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου; Γιατί στραφήκατε σε ένα (και ) "πολιτικό" κείμενο. Ήταν η αναγκαιότητα της εποχής;

 

- Σίγουρα ζούμε σε μια δύσκολη εποχή που τα φαινόμενα είναι ακραία. Από εδώ και μπρος το φλέγον πρόβλημα της ξενοφοβίας και της λαθρομετανάστευσης θα το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας με τα όποια επακόλουθά του. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια. Και η τέχνη δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια γιατί σίγουρα έχει τη δυνατότητα να αφυπνίζει συνειδήσεις. Ιδιαίτερα το θέατρο, με την αμεσότητά του, είναι ένα μέσον που μπορεί να επιδράσει στον θεατή. Πάντα με ενδιέφερε το πολιτικό σχόλιο είτε στα βιβλία μου είτε στα θεατρικά μου. Και πάντα με καθοδηγούσε η εποχή μου και τα προβλήματά της. Νομίζω ότι ήρθε πάλι η εποχή που το θέατρο θα ξαναγυρίσει στο θέατρο ουσίας με έναν σύγχρονο ρεαλισμό υποτάσσοντας τη φόρμα στην ουσία. Έτσι θα μπορεί να αγγίξει περισσότερο κόσμο. Το ζητά η εποχή μας, όπως το ζητούσε τότε, την εποχή που ο Μπρεχτ έκανε τη δική «επανάσταση» στο θέατρο πλησιάζοντας τον κόσμο και τα προβλήματά του, γιατί ακριβώς και τότε ήταν μια εποχή εξαθλίωσης.

 

- Ρατσισμός, επιβίωση, αγάπη: πώς συνδυάζονται στην ψυχή των ηρώων σας;

 

- Η «Νύχτα στην Εθνική» πέρα από ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη βία του ρατσισμού είναι και ένα σχόλιο πάνω στην αγάπη. Αλλά από την ανάποδη πλευρά της, αν θέλετε, την έλλειψή της και τα αποτελέσματα που φέρνει πάνω στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους. Γράφοντας το έργο προσπάθησα να εμβαθύνω στις ψυχές αυτών των ακραίων –αλλά απόλυτα σημερινών- ηρώων και να ανακαλύψω τις πληγές τους. Κι εκεί,  στα σκοτεινά, άκουσα μια φωνή να φωνάζει: « Γιατί δεν έχουμε αγάπη; Μ’ αγαπάς; Γιατί δεν το λες;» Όπως ακριβώς φωνάζει ο Ζάχος στο έργο. Αυτή η έλλειψη αγάπης τον έκανε άβουλο θύμα «εκείνων» που ψαρεύουν τα θύματά τους στους απελπισμένους και τους προβληματικούς για να δημιουργήσουν τις στρατιές των νεοναζί και φυσικά τον οδήγησε σε ακραίες συμπεριφορές ακόμη και στον βιασμό μιας ξένης και τον φόνο. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αν θέλει κάποιος να τα αναλύσει περαιτέρω,  αλλά σίγουρα έχει πολύ μεγάλο μερίδιο η έλλειψη αγάπης και η ανάγκη του κάθε ανθρώπου για επιβεβαίωση. Και οι ομάδες αυτές προσφέρουν την ψευδαίσθησης της ανωτερότητας έναντι των ξένων. Αυτός είναιόμως  ένας μεγάλος κίνδυνος.

 

- Τι είναι αυτό που κάνει τους ήρωές σας συμπαθείς; Υπάρχει "λύση" στο τέλος;

 

- Η «Νύχτα στην Εθνική» ακολουθεί τη δομή της τραγωδίας. Μετά το έγκλημα ακολουθεί η τιμωρία και τέλος η κάθαρση. Οι ήρωες δεν είναι καλοί ή κακοί. Στη ζωή δεν υπάρχει άσπρο – μαύρο. Ο καθένας –όπως και στην πραγματική ζωή- έχει τις δικές του βαθύτερες αιτίες για τις πράξεις του. Τους έχω πλησιάσει με αγάπη, τους έχω καταλάβει και τους δικαιολογώ. Είναι συμπαθείς γιατί πάσχουν και παλεύουν για την επιβίωσή τους, μπορεί με λάθος τρόπο αλλά κανείς δεν τους δίδαξε κάποιον άλλον, πιο ανθρώπινο. Δει δη παιδείας, για να παραφράσουμε τον Δημοσθένη. Αυτό άλλωστε, η παιδεία, δεν ήταν το ζητούμενο ανέκαθεν; ΄Η κάνω λάθος;

 

Λεία Βιτάλη

 

 




Μια συνέντευξη με τη συγγραφέα και σκηνοθέτιδα Λεία Βιτάλη

 

«Η Κυρία του Πάθους»

 

       Συναντήσαμε τη γνωστή συγγραφέα Λεία Βιτάλη στο κινηματοθέατρο Πανόραμα στη Ραφήνα, όπου πυρετωδώς ετοιμάζει μια καινούρια παράσταση μετά την περσινή μεγάλη της επιτυχία με τον μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος». Πρόκειται για το ανέβασμα του έργου «Η Κυρία του Πάθους», μια δική της διασκευή εμπνευσμένη από το «Γλυκό πουλί της Νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, το οποίο και σκηνοθετεί.

-  Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε αυτό το έργο κα Βιτάλη;

-  Πάντα ήθελα ν’ ασχοληθώ με τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον οποίο λατρεύω σαν συγγραφέα. Είναι μαγικός. Η στιγμή ήρθε όταν γνωριστήκαμε με τη Νάντια Κωνσταντοπούλου. Με τα μάτια του σκηνοθέτη είδα μπροστά μου μια Αλεξάντρα Ντελ Λάγκο. Έτσι αποφάσισα να προχωρήσω σε μια διασκευή του έργου, όπου η πρωταγωνίστρια αντί να είναι ηθοποιός, είναι τραγουδίστρια. Είναι μια τολμηρή ιδέα πέρα από τα καθιερωμένα κι αυτό ήταν η πρόκληση για μένα. Έτσι φτιάξαμε μια παράσταση με μουσική.

-  Είναι η πρώτη φορά που θα παρουσιασθεί στο θέατρό μας μια παράσταση επαγγελματική που έχει γίνει αποκλειστικά για την πόλη μας και με καλλιτέχνες της περιοχής. Αυτό δεν είναι κάτι που έχει ρίσκο;

-  Αυτό είναι και το ενδιαφέρον. Πιστεύω πως η πόλη μας διψάει για καλό θέατρο και αν καταφέρουμε να της το προσφέρουμε, θα το αγκαλιάσει. Το κοινό δεν μπορείς να το ξεγελάσεις. Έχει ένστικτο. Και αυτό τον οδηγεί. Σε όλα τα μέρη του κόσμου το καλό θέατρο αγαπιέται από το κοινό. Και είναι αυτή η αγάπη του κοινού που μας εμψυχώνει να πάμε παρακάτω.

-  Μετά το Λονδίνο λοιπόν, που όπως μάθαμε ανέβηκε το βραβευμένο έργο σας Ροστμπίφ με επιτυχία, ήρθε η ώρα της Ραφήνας;

-  Το κοινό είναι παντού το ίδιο. Και ο καλλιτέχνης οφείλει να το υπηρετεί το ίδιο παντού. Μου αρέσει που ζω εδώ και θα μου άρεσε να προσφέρω εκεί όπου μπορώ, κι αυτό το «εκεί» είναι ο πολιτισμός.

-  Ποια είναι λοιπόν αυτή η Κυρία του πάθους, η Αλεξάντρα Ντελ Λάγκο;

-  Στη δική μου διασκευή είναι μια πασίγνωστη και αγαπημένη τραγουδίστρια που περνά μια κρίση ηλικίας και καριέρας. Κι αυτό την έχει οδηγήσει στο αλκοόλ, στα χάπια και σε εφήμερους έρωτες με νεαρούς εραστές. Μέχρι που συναντά τον Τσανς, έναν νεαρό επαγγελματία εραστή και τότε γίνεται η μεγάλη ανατροπή του έργου. Ο Τσανς θα κάνει για κείνην ένα μοιραίο τηλεφώνημα που θα τα αλλάξει όλα. Στη ζωή της αλλά και στη δική του. Ωστόσο επειδή λατρεύω το happy end αλλά και τη μουσική, το έργο έχει πολλά τραγούδια που ερμηνεύει ζωντανά η Νάντια Κωνσταντοπούλου, η οποία υποδύεται και την Αλεξάντρα Ντελ Λάγκο, με συνοδεία πιάνου και κλείνει με πολλή αγάπη.

-  Πείτε μας τους συντελεστές του έργου, κα Βιτάλη.

-  Εκτός από την Νάντια που πρωταγωνιστεί και τραγουδά και αποτελεί πραγματικά μια έκπληξη, μαζί της είναι ο Δημήτρης Μπάκωσης στον ρόλο του Τσανς. Στο πιάνο ζωντανά ο Διονύσης Κωστής. Τα σκηνικά είναι του Νικόλα Αύγουστου Γκέσκερ, ο οποίος δούλεψε με μεγάλη έμπνευση και πολύ κέφι για να ζωντανέψει στη σκηνή την ατμόσφαιρα ενός πολυτελούς δωματίου αμερικάνικου ξενοδοχείου της δεκαετίας του ‘60. Βοηθός μου στη σκηνοθεσία είναι η Ελένη Γαβριηλίδου. Ελπίζω το αποτέλεσμα να δικαιώσει όλους αυτούς τους μήνες δουλειάς όλων μας.

-  Σας ευχόμαστε καλή επιτυχία.

-  Σας ευχαριστώ και σας περιμένουμε.







Συνέντευξη για τον ΕΝΑΤΟ ΓΑΜΟ

 

«Όταν η φρεσκάδα συνδυάζεται με την ωριμότητα, σπάει κόκαλα»

 

Η Λεία Βιτάλη είναι μία από τις αειθαλείς γυναικείες φωνές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Με αφορμή το νέο της έργο «Ένατος Γάμος», που οι αναγνώστες του «α» θα δουν αυτή την εβδομάδα σε avant premiere μίλησε στη Μαρία Κρύου για τη ζωή, το θέατρο και την περίεργη εποχή μας.

 

- Στο νέο σας έργο για ένα πρόσωπο με τίτλο «Ένατος Γάμος» πρωταγωνιστεί η Κλάρα Τσαχανασιάν, η ηρωίδα του Φρίντριχ Ντίρενματ στην «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας». Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στην προσωπικότητα αυτής της γυναίκας;

 

-Έχω διαβάσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια το έργο του Ντίρενματ και πάντα είχα στο μυαλό μου την Κλάρα ως μια αδυσώπητη γυναίκα, η οποία για εμένα –στην εποχή μας– θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη Θάτσερ, τον Μπους και τη Μέρκελ. Έχω φέρει την Κλάρα στο σήμερα, εξετάζοντας τη μορφή που παίρνει το «τέρας» της εξουσίας, και της έχω δώσει μιαν άλλη διάσταση, κάνοντας μια μείξη από τα τρία πρόσωπα που προανέφερα. Συγχρόνως προσπάθησα να εξετάσω τα αίτια της δημιουργίας αυτού του «τέρατος», τα ψυχολογικά και τα κοινωνιολογικά. Κάθε εποχή δημιουργεί το τέρας για τους δικούς της λόγους. Ο Ντίρενματ δημιούργησε ένα «τέρας» όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κλείσουν τις πληγές τους. Η «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» μας δείχνει τον εξευτελισμό του ανθρώπου για το χρήμα. Σήμερα που δεν υπάρχει αυτό – ή μάλλον το ξέρουμε πια κι έχουμε προχωρήσει ένα βήμα  παραπέρα. Ο κόσμος έχει χρήματα και το «τέρας» άλλαξε όψη, κρύβεται πίσω από τράπεζες που διαλύουν τις χώρες ως μια άλλη κρυφή δύναμη.

- Θα δούμε και μιαν άλλη, πιο ανθρώπινη διάσταση της Κλάρα;

- Μπόρεσα να δω βαθιά μέσα της και ανακάλυψα έναν πυρήνα Χιονάτης. Ανακάλυψα ότι ένα «τέρας» μπορεί να έχει ανάγκη από αγάπη που αν  την είχε εισπράξει, πιθανώς δεν θα ήταν «τέρας». Ανακάλυψα, όμως, και μια μεγάλη αλήθεια: αν κοιτάζαμε λίγο προς τον συνάνθρωπό μας, για να καταλάβουμε την ανάγκη του, χωρίς να μας νοιάζει πώς θα γεμίσουμε την τσέπη μας, τότε ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός.

 

- Πιστεύετε πως οι «κακοί» άνθρωποι γεννιούνται ή διαμορφώνονται;

- Ο άνθρωπος κινείται πρώτα απ’ όλα από ένα ένστικτο επιβίωσης που τον οδηγεί να αρπάζει πράγματα προκειμένου να επιβιώσει. Ο πολιτισμός είναι αυτός που θα τον διδάξει την προσέγγιση του άλλου. Πάντα υπήρχαν πόλεμοι, αρπακτικά όρνεα, υπήρχε η εξουσία που καταδυναστεύει τους πάντες. Αυτό, όμως, που ζούμε τώρα είναι το χειρότερο: η απληστία και η διαφθορά έχουν γίνει αποδεκτές από τον σύγχρονο άνθρωπο.

 

- Υπάρχει τρόπος να αλλάξει αυτή η νοοτροπία και τι μπορεί να δώσει η τέχνη σε αυτήν τη δύσκολη φάση που ζούμε;

- Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, μπροστά στον γκρεμό, για να γίνει μια ανατροπή, πρέπει να αφουγκραστούμε την ανάγκη του άλλου. Η τέχνη, πάντως, δεν μπορεί να αναλάβει το ρόλο του σωτήρα της ανθρωπότητας, ούτε μπορεί να δώσει απαντήσεις. Μπορεί να προβληματίσει και να ξυπνήσει τον άνθρωπο από το λήθαργο. Να ανοίξει το πηγάδι και να σε βάλει να κοιτάξεις μέσα: να σου τραβήξει το μαύρο πανί του καθρέφτη και να σε βάλει να κοιτάξεις τον εαυτό σου. Δείχνει ένα δρόμο για να συνειδητοποιήσεις την πραγματικότητα και να προβληματιστείς γι’ αυτήν. Από κει και πέρα, ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για τον εαυτό του και τους άλλους. Πιστεύω ότι όταν τα πράγματα έχουν φτάσει στο έσχατο σημείο του ευτελισμού, πάντα γίνεται μια ανατροπή. Μετά την ευημερία έρχεται η ύφεση και ακολουθεί η ανατροπή.

 

- Μέσα από τα έργα σας εκφράζεται μια ανθρωποκεντρική, κοινωνική και πολιτική οπτική.

- Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η ψυχολογία των χαρακτήρων, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει το άτομο μόνο του. Επηρεάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο και η κοινωνία έχει πολύ μεγάλη σχέση με την πολιτική. Τα έργα μου, χωρίς να είναι επικαιρικά με την αυστηρή έννοια, είναι απόλυτα σύγχρονα. Εξακολουθώ να βρίσκομαι στον παλμό των γεγονότων και να προσπαθώ να τα καταγράψω με τη δική μου κριτική ματιά.

 

- Σας έχω δει πολλές φορές να παρακολουθείτε παραστάσεις…

- Πηγαίνω στο θέατρο και κυνηγώ περισσότερο τις νέες ομάδες, γιατί με ενδιαφέρει να δω τι είναι αυτό το καινούργιο που πάλλεται. Δεν πιστεύω, ωστόσο, στις ταμπέλες της ηλικίας, γιατί μπορεί να είσαι σκουριασμένος στα δεκαοκτώ και να λάμπει το μυαλό σου στα ογδόντα. Πιστεύω στα νέα παιδιά, αλλά επειδή το μυαλό δεν έχει ηλικία, μπορεί να δω παραστάσεις και με μεγαλύτερους ανθρώπους που έχουν φρεσκάδα. Όταν η φρεσκάδα συνδυάζεται με την ωριμότητα, σπάει κόκαλα.

 

- Ποια είναι η τάση που παρατηρείτε στο σημερινό θέατρο;

- Βλέπω να κυριαρχεί η τάση προς το θέαμα. Δεν μπορούμε, όμως, να μείνουμε μόνο σε αυτές τις νέες μεθόδους και τεχνικές θεάτρου που τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα το κείμενο. Αν  το θέατρο καταλήξει να είναι θέαμα, τότε παύει να λειτουργεί με τρόπο ουσιαστικό. Αυτήν τη στιγμή είναι το μόνο πράγμα που έχει απομείνει και μπορεί να ενεργοποιήσει το μυαλό μας, γιατί είναι κάτι ζωντανό. Αν καταργήσουμε το λόγο κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και τον αντικαταστήσουμε με το θέαμα, τότε το θέατρο γίνεται ανώδυνο.

 

Απόσπασμα από τη συνέντευξη στη Μαρία Κρύου – ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ (15/02/2011)

 

 

http://www.athinorama.gr/theatre/article/sunenteuksi_leia_bitali-10098.html

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ADDIO DEL PASSATΟ


Εισαγωγικό σημείωμα για το Addio del passato

Γιατί έγραψα το «Addio del Passato»
Το «Αddio del Passato» δεν θα είχε γραφτεί αν δεν υπήρχε η προτροπή του Τάσου Μπαντή. Και αν δεν είχε γραφτεί το «Αddio del Passato», δεν θα είχα συμφιλιωθεί με τη μητέρα μου, έστω και μετά την απόδραση της.
Το πρωτογενές υλικό για το «Αddio del Passato» κρυβόταν στο μυαλό μου από παιδί. Όμως κάθε φορά που έκανε να ξεμυτίσει, ξανατρύπωνε τρομαγμένο στο υπόγειο. Εκείνη την εποχή το πρόσωπο-μητέρα έμοιαζε να εκπροσωπεί το «απόλυτο κακό» στο μυαλό του παιδιού. Φυσικά, οι κοινωνικές συνθήκες δεν ή­ταν κατάλληλες για μια τέτοια δημόσια έκθεση δεδομένου ότι η μητέρα του παιδιού βρισκόταν στη ζωή. Περνώντας τα χρόνια οι μνήμες μεταλλάχτηκαν, οι αλήθειες ξέφτισαν, τα τραύματα παγιώθηκαν, έγιναν τρόπος ζωής. Ώσπου η μητέρα «δραπέτευ­σε», όπως χαρακτηριστικά είπε ένας καλός φίλος, αφήνοντας ε­λεύθερο το πεδίο για απολογισμούς. Αμέσως το «υλικό» χίμηξε ξανά, απαιτώντας επιτακτικά να βγει απ' το υπόγειο στο φως. Τότε, η συγγραφέας πήρε χαρτί και μολύβι, που σημαίνει ότι ά­νοιξε τον υπολογιστή της. Όσο πληκτρολογούσε, τρόμαζε. Κι ό­σο τρόμαζε, το υλικό διαχεόταν σε μεγαλύτερες εκτάσεις. Ώ­σπου το υλικό έφτασε απέναντι, στην πλευρά της μητέρας. Και ξαφνικά έγινε η μεγάλη ανατροπή. Στη θέση της μητέρας, το παιδί διαπίστωσε ότι δεν ήταν η μητέρα. Ήταν μια κόρη άλλης μητέρας. Κι αυτό διαφοροποίησε τα πράγματα τόσο πολύ, δικαι­ολογώντας τα, που το μίσος έγινε συγχώρεση και η διάθεση για εκδίκηση, αποδοχή μιας απελπισμένης ανάγκης για αγάπη. Η μητέρα δεν ήταν πια το «απόλυτο κακό», γιατί η μητέρα ήταν κι αυτή κόρη κάποιας άλλης μητέρας. Και ούτω καθ' εξής.
Λεία Βιτάλη

«Είναι υγεία να γράφεις»
Περισσότερο αφαιρετική, υπερρεαλιστική και ώριμη από άλ­λοτε, η Λεία Βιτάλη στο τελευταίο έργο της «Addio del Passato» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκης»), που παρου­σιάζεται στο θέατρο «Εμπρός», φέρνει την κόρη αντιμέτωπη με τη μάνα σε μια σκληρή σχέση-αρχέτυπο. Η θεατρική συγγραφέ­ας, που τάραξε το 2000 με το «Γεύμα», γνωρίζει να «χτυπάει» στο μεδούλι των σκληρών αληθειών μας. Από την παράσταση του «Εμπρός», που ευτύχησε στη σκηνοθεσία του Τάσου Μπα­ντή, με κόρη τη Σμαράγδα Σμυρναίου και μητέρα την Αναστασία Πανταζοπούλου, οι θεατές αποχωρούν έχοντας υποστεί κάτι σαν ψυχική πανωλεθρία. Μπροστά τους, στη σκηνή, αυτό που μόλις είχαν αντικρίσει δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό τους, τις ζωές και εσωτερικές διαδρομές που κάπου, κάποτε έχουνε (-με) διατρέξει.
«Μ' ενδιαφέρει ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να επικοινωνεί με τον κόσμο», λέει η Λεία Βιτάλη.
Ο Διαλεγμένος, σε μια συνέντευξη πριν από χρόνια, έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει πια ο ρεαλισμός στο θέατρο. Έμπρακτη απόδειξη αυτής της «απιστίας» είναι το «Βella Venezia». Και εσείς ό­μως σαν να 'χετε επιλέξει ανάλογη πορεία. Στο έργο σας η κόρη και η μητέρα «τρώγονται» αναμοχλεύοντας το παρελθόν τους. Και αίφνης αποκαλύπτεται ότι η μάνα δεν είναι παρά δημιούρ­γημα της φαντασίας της κόρης της, αφού έχει πεθάνει.
«Πιστεύω ότι το να ξεφύγουμε από το ρεαλισμό είναι κάτι που το έχουμε ανά­γκη από μια ηλικία και μετά εκτός από τους συγγραφείς και ως ά­τομα. Το να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα στη ζωή μας. "Για­τί". Τα "γιατί" μας χρειάζεται να τα ψάξουμε. Αυτό δεν πατάει ρε­αλιστικά. Και εκεί μπορεί να βρω και όλο το νόημα των πράξεων μου και να δικαιωθώ ίσως».
Πηγαίνει επομένως προς μια άλλη, αρκετά ψυχαναλυτική, κατεύθυνση η δουλειά σας;
«Μ' ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Για ε­μένα μια πάρα πολύ ευχάριστη και ξαφνιαστική κριτική ήταν από έναν φίλο μου ψυχίατρο, ο οποίος μου είπε "Λεία, αυτό το έργο εί­ναι σαν να το έχω γράψει εγώ". Με την έννοια ότι υπάρχει πολλή α­λήθεια μέσα στο βάθος και στο σκάλισμα των ηρώων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να είμαι ψυχαναλύτρια».
Ήσασταν όμως διαφημίστρια για χρόνια...
«Εκεί είναι το τρελό. Κοιτάξτε να δείτε, ο διαφημιστής φτιάχνει εικόνες. Οπότε, από πολύ μακριά, η ψυχολογία έχει μια σχέση με τη διαφήμιση. Στη διαφήμιση χρησιμοποιούμε, ωστόσο, την ψυχολο­γία για να εκμεταλλευτούμε. Πράγμα που όταν το διαπίστωσα εδώ και πάρα πολλά χρόνια είπα "ευχαριστώ, δεν θα πάρω". Προτιμώ να μην ταλαιπωρώ εγώ τον κόσμο. Αυτό που έχει αρχίσει να μ' εν­διαφέρει πάρα πολύ, μ' ενδιέφερε βέβαια και στο παρελθόν, είναι το ψάξιμο μέσα στους ήρωες. Και μ' ενδιαφέρει και ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να ε­πικοινωνεί με τον κόσμο κάτω. Αυτό που πιστεύω είναι ότι όλοι μας είμαστε κακοποιημένα παιδιά που έχουν υποστεί και μεγάλη απόρ­ριψη - υπάρχουν και εξαιρέσεις. Και έτσι ψάχνουμε σε όλη μας τη ζωή απελπισμένα την αγάπη».
Ξεκινήσατε αργά να γράφετε θέατρο.
«Να σας πω την αλήθεια, θέατρο γράφω από πάρα πολύ μικρή και χτυπάω πόρτες, αλλά οι πόρτες δεν ανοίγουν. Οι πόρτες άνοιξαν για μένα με το "Γεύμα" το 2000, που πήρε και το Κρατικό Βραβείο».
Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα για έναν δραματουργό στην Ελλάδα;
«Υπάρχει ένα πολύ κλειστό κύκλωμα στο θέατρο, που τώρα βλέπω κάπως να ανοίγει. Για να παίζομαι εγώ, πάει να πει πως ανοίγει!»
Σας παίζουν όμως τα «Riverside Studios». Ανέβασαν το «Roast-beaf» σας.
«Ναι. Και αναρωτιόντουσαν εκεί πώς αυτό το έργο για το μύθο της Κλυταιμνήστρας στη σύγχρονη εποχή δεν είχε παιχτεί στην Ελ­λάδα. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Και λέω γιατί; Στο Λονδίνο δεν μας ξέ­ρουν καν ότι υπάρχουμε νεοέλληνες συγγραφείς. Το ότι ανέβηκα τό­σο αργά μού έκανε όμως καλό».
Γιατί;
«Γιατί μπορεί ως συγγραφέας να ήμουν άτυχη, διότι το '85 κυ­κλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, ενώ γράφω από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, σκίζω, πετάω, στέλνω σε εκδότες και δεν γίνεται τίποτα. Και το 2000 παίζεται το πρώτο μου θεατρικό. Είμαι άτυχη ως συγγραφέας. Είναι όμως πολύ τυχερά τα κείμενα μου, διότι όλα αυτά τα έργα, που τα γράφω και τα ξαναγράφω μη έ­χοντας την τύχη να αναγνωριστούν νωρίς, ωριμάσανε όταν βγήκαν πια. Οπότε βέβαια και έκανα "μπαμ"».
0 συγγραφέας εξελίσσεται με το χρόνο;
«0 συγγραφέας γεννιέται. Πολλοί θέλουν σε μια άλφα ηλικία να γράψουν ένα βιβλίο. Εγώ δεν τους απορρίπτω. Γιατί έχουν μαζέψει στην ψυχή τους πάρα πολλά πράγματα που θέλουν να τα πουν προς τα έξω. Είναι υγιές. Είναι υγεία να γράφεις. Ο Ζενέ έλεγε "γράφω γιατί αν δεν έγραφα, μπορεί να γινόμουνα δολοφόνος". Πραγματικά εκτονώνεσαι. Η οργή βγαίνει με άλλο τρόπο. Κι εγώ θα μπορού­σα να είχα φτάσει σε κάποια άκρα, αλλά τα άκρα τα ζω μέσα από τη γραφή μου είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Είναι υγεία».
Είστε καλύτερη θεατρική συγγραφέας ή μυθιστοριογράφος;
«Δεν ξέρω. Τώρα πάντως γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα».
Με θέμα;
«Την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά μέσα από τη ματιά ε­νός 12χρονον κοριτσιού που μιλάει για τον 13χρονο αδελφό της, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και τον ερωτεύτηκε ο Μωάμεθ. Είναι μια πολύ διαφορετική και λοξή ματιά στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό που με ενδιαφέρει πιο πολύ δεν είναι να πουλάω».
Αλλά τι;
«Να διαβάζομαι και τα έργα μου να έρχεται κάποιος να τα δει στο θέατρο. Έστω ένας, δύο, δέκα άνθρωποι να σε διαβάσουν και να νιώσουν καλύτεροι είναι αρκετό. Διότι τι είναι ο συγγραφέας; Είναι αυτός που προσπαθεί να σου δείξει τον εαυτό σου. Να καταλάβεις κάποιες πράξεις σον».
Η επικαιρότητα πόσο σας αφορά; Πόσο θέλετε να τη σχολιάζε­τε μέσα από τα κείμενα σας;
«Ναι, με ενδιαφέρει να μπορώ να επεμβαίνω κατά κάποιο τρόπο στα πράγματα και να μιλάω με αυτό το πνεύμα. Είναι πάρα πολύ δύ­σκολο να το κάνεις. Με ενδιαφέρει πολύ το κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να είσαι υπέρμαχος της δικαιο­σύνης. Και για να είσαι, πρέπει να είσαι αριστερών πεποιθήσεων. Ε­γώ πιστεύω στη δικαιοσύνη, στην ισότητα, στην αδελφοσύνη. Στην αγάπη. Αυτές είναι βαθύτερα αριστερές έννοιες».
Αν δεν ασχολιόσα­σταν με τη γραφή, τι άλλο, πιστεύετε, θα κάνατε εξίσου καλά;
«Θα ήμουνα πολύ καλή σεφ. Νομίζω είναι το μέλλον μου...»

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη «Ελευθεροτυπία», 3 Ιανουαρίου 2006




ADDIO DEL PASSATO


Η αρχική ιδέα ήταν μια φράση που λέγεται μέσα στο έργο: «Τον έ­φερνες στο κρεβάτι σου!» Ήταν μόνο μια φράση. Από κει ξεκίνη­σε. Και σιγά σιγά βγήκαν οι χαρακτήρες, τα πρόσωπα, βγήκε η πλοκή και βγήκε κι αυτό το μεγάλο μυστικό, το σκοτεινό μυστι­κό που υπάρχει μέσα στο έργο. Αυτό το μυστικό είναι ένας ά­ντρας, ο οποίος πέρασε από το κορμί και την ψυχή δυο γυναικών, μητέρας και κόρης. Η κόρη τότε ήταν στην αρχή της εφηβείας και η μητέρα ζούσε έναν μεγάλο, παράνομο, εξωσυζυγικό έρωτα.
(Από συνέντευξη της Λείας Βιτάλη στο «Έχει γούστο» της Μπήλιως Τσουκαλά - ΕΤΙ)

Παρακινήθηκα πολύ γρήγορα ν' ανεβάσω το έργο της Βιτάλη «Αddio del Passato», γιατί με ερέθισε μια πολύ μεγάλη ιδιαιτερότητα που έχει. Είναι ένα έργο που είναι και από δω και από κει. Δηλαδή είναι από τη μια ένα έργο που μοιάζει πολύ ρεαλι­στικό, διαδραματίζεται σε μια κουζίνα όπου είναι δυο γυναίκες, μια μάνα και μια κόρη και γίνονται διάφορα πράγματα μεταξύ τους, και ταυτόχρονα δεν συμβαίνει καθόλου αυτό. Συμβαίνει κάτι άλλο που αποκαλύπτεται στη διάρκεια του έργου.
(Από συνέντευξη του Τάσου Μπαντή στο «Έχει γούστο» της Μπήλιως Τσουκαλά - ΕΤΙ)






ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ: ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ


Οι «σύγχρονοι» αρχαίοι ελληνικοί μύθοι
Μια προσέγγιση στο φαινόμενο της ανδρόγυνης Κλυταιμήστρας

Ο χρόνος απέδειξε ότι οι ελληνικοί μύθοι έχουν μια ανεξάντλη­τη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες. Οι κατα­στάσεις που βιώνουν τα πρόσωπα παραμένουν ταυτόσημες σε κά­θε εποχή ενώ οι αρχετυπικοί ήρωες διατηρούν αναλλοίωτα τα χα­ρακτηριστικά τους. Ένα από τα κύρια αυτά χαρακτηριστικά εί­ναι το πάθος. Το πάθος για δύναμη και εξουσία. Αλλά και το πά­θος για τον έρωτα. Σχεδόν όλοι οι αρσενικοί ήρωες διακατέχονται α­πό το πάθος για δύναμη και για εξουσία. Αντίθετα οι θηλυκοί ήρωες στροβιλίζονται μέσα στο ερωτικό πάθος, όταν δεν έχουν τάξη στη ζωή τους να υπηρετούν κάποιο καθήκον που αρμόζει καλύτερα στη «γυναικεία» τους φύση. Εξαίρεση αποτελεί η Κλυταιμήστρα που συνδυάζει τις αρσενικές αλλά και τις θηλυκές ιδιότητες μαζί. Το «ανδρόγυνον κέαρ», όπως την ονομάζει ο φύλακας στην αρχή της Ορέοτειας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αισχύλος πίστευε ότι η «φυσιολογι­κή» γυναίκα δεν μπορεί να είναι ηρωικών διαστάσεων. Γι' αυτό και η Κλυταιμήστρα κρίνεται σαν εισβολέας στην αρσενική σφαίρα, ό­ταν αφήνει τον «οίκο» και εισβάλλει στην «πόλη» παίζοντας τον αρ­σενικό ρόλο.
Αλλά η Κλυταιμήστρα δεν ήταν πάντα έτσι. Ανατρέχοντας στο παρελθόν της, τη βρίσκουμε στην Οδύσσεια αμέτοχη του φόνου του Αγαμέμνονα. Όλο το βάρος της ίντριγκας και του φόνου πέφτει σε αντρικούς ώμους, του Αίγισθου. Η τύχη της Κλυταιμήστρας από ε­κεί και μετά μένει αόριστη. Συμπεραίνουμε μονάχα ότι σκοτώθηκε κι αυτή από το επικήδειο γεύμα που μαθαίνουμε ότι έγινε για τον Αίγισθο και την Κλυταιμήστρα.
Περνώντας τα χρόνια κι ερχόμενοι στον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ., η Κλυταιμήστρα σιγά σιγά ενηλικιώνεται και αρθρώνει τον δικό της λόγο υψώνοντας το ανάστημα της, όπως φαίνεται στα λυρικά ποιή­ματα αυτής της εποχής, που σχετίζονται με τους Δελφικούς χρη­σμούς. Σ' αυτά τα ποιήματα η Κλυταιμήστρα συμμετέχει στον φόνο ή σκοτώνει η ίδια τον Αγαμέμνονα και γι' αυτό σκοτώνεται κι αυτή αρ­γότερα απ' τον Ορέστη. Στον Αισχύλο η Κλυταιμήστρα αποκτά την ο­ριστική της προσωπικότητα ανταγωνιζόμενη τον άνδρα και γινόμε­νη η πρώτη ενσάρκωση της τραγικής ενότητας θύτη και θύματος.
Τώρα η Κλυταιμήστρα έχει κερδίσει μια μοναδικότητα. Είναι η μόνη ηρωίδα που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της επιτρεπτής τότε θη­λυκότητας. Ένας αρνητικός ήρωας που γινόταν ακόμη πιο αρνητι­κός εξαιτίας της γυναικείας της φύσης, που την κατέλυε γινόμενη άνδρας. Ίσως να ήταν αυτή και η αιτία που έμενε πάντα στον δεύτε­ρο ρόλο, όταν ο Αγαμέμνων, ο Ορέστης, η Ιφιγένεια ή η Ηλέκτρα έδι­ναν τα ονόματα τους στις τραγωδίες. Μέχρι τον 20ό αιώνα, παρόλες τις επανερμηνείες των αρχαίων τραγωδιών και την συγγραφή πολ­λών έργων εμπνευσμένων απ' τους μύθους, η Κλυταιμήστρα, σαν η­ρωίδα που θα δώσει το όνομα της σε έργο, δεν έχει εμφανισθεί. Το πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει ανδρικό, όπως στις τραγωδίες του 5ου π.Χ. αιώνα. Μόνο στη Σιμόν Ντε Μπωβουάρ και στην Κέιτ Μίλετ η Ορέστεια εμφανίζεται σαν ένα από τα κείμενα-κλειδιά για τη φεμινιστική θεώρηση των φύλων. Με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ κά­νει την εμφάνιση της δυναμικά η Κλυταιμήστρα και δίνει το όνομα της σ' έναν απ' τους μονολόγους της συλλογής Φωτιές. Εδώ η Γιουρ­σενάρ καταδύεται στα μύχια της ψυχής της πιο «κακιάς» θνητής της ελληνικής μυθολογίας για να δικαιολογήσει το πάθος της.
Αντίθετα με τους ξένους, πολύ λίγοι έλληνες συγγραφείς και δρα­ματουργοί έχουν εμπνευστεί από τους αρχαίους μύθους για να συν­θέσουν ένα δικό τους έργο. Ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ερευνήσει κανείς αυτό το θέμα, η διαπίστωση όμως παραμένει. Μόλις το 1956 θα βρούμε το έργο με τίτλο Κλυταιμήστρα του Αλέξανδρου Μάτσα να ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο. Ενώ τα τελευταία χρόνια έ­γραψαν τις δικές τους Κλυταιμήστρες ο Ανδρέας Στάικος το 1974 και ο πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου Ιάκωβος Καμπανέλης πιο πρόσφατα.
Σφράγισαν όμως τις αρχαίες Κλυταιμήστρες με τις ερμηνείες τους η Κατίνα Παξινού στην εναρκτήρια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1932 και η Μελίνα Μερκούρη το 1981 στο Θέατρο Τέχνης του Κά­ρολου Κουν, ενώ στον κινηματογράφο έλαμψε η Ειρήνη Παπά σαν Κλυταιμήστρα στο έργο του Μιχάλη Κακογιάννη Ιφιγένεια το 1977.
Οι ξένοι σκηνοθέτες που διασκεύασαν και έδωσαν νέα λάμψη στις ελληνικές τραγωδίες είναι πολλοί. Τρία ηχηρά ονόματα δεσπόζουν. Ο Πίτερ Χωλ σε μια αμφιλεγόμενη παράσταση με την ιδιόμορφη μετάφραση του ποιητή Τόνυ Χάρισον. Ο Πέτερ Στάιν σε μια παράστα­ση ποταμό εννέα ωρών της τριλογίας. Και ο Ταντάσι Σουζούκι, ο ευ­ρηματικός ιάπωνας σκηνοθέτης που θα ήθελα περισσότερο να στα­θώ . Κι αυτό γιατί κάτω από τον τίτλο «Κλυταιμήστρα» ο Σουζούκι δημιουργεί μια δική του σύνθεση από σύντομες σκηνές της Ορέστειας του Αισχύλου, της Ηλέκτρας του Σοφοκλή, της Ηλέκτρας του Ευ­ριπίδη και δικές του. Έτσι, χρησιμοποιώντας τη μυθολογία του πα­ρελθόντος, διατυπώνει ψυχολογικές αλήθειες για το παρόν. Ξεπερνά και καταλύει τον μύθο αναδεικνύοντας το στέρεο ψυχολογικό του υπόβαθρο. Η αγωνία είναι η ίδια. Η αντιμετώπιση αλλάζει ανάλογα με τους καιρούς. Ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του πέφτει στην αγκαλιά της αδελφής του Ηλέκτρας βλέποντας στο δικό της πρόσωπο μια νέα μητέρα. Αλλά δεν σταματά εκεί ο Σουζούκι. Πιστεύοντας στην αυξανόμενη πνευματική απομόνωση του σημερινού ανθρώπου μέσα από την αποσύνθεση της οικογένειας, που θεωρεί ως θεμελιακό συστατικό της κοινωνίας, επαναφέρει στη σκηνή την Κλυταιμήστρα. Αυτή τη φορά ως φάντασμα. Ο σύγχρονος κόσμος εί­ναι ανελέητος. Δεν συγχωρεί. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πια οι θεοί. Η μάνα-Κλυταιμήστρα σκοτώνει τον γιο-Ορέστη σε μια στιγμή αι­μομικτικής συνεύρεσης με την Ηλέκτρα. Το κακό διαιωνίζεται επ' άπειρον. Το έργο του Σουζούκι είναι πεσιμιστικό. Και πώς θα μπο­ρούσε να ήταν διαφορετικό στην Ιαπωνία με τις αυστηρές παραδόσεις, τους Δράκους και το χαρακίρι από τη μια και τη σύγκρουση των παλαιών ηθών με την καινούρια Ιαπωνία της σκληρής αναμέ­τρησης και της μοναξιάς από την άλλη; Οι ελληνικοί μύθοι, απέδειξε ο χρόνος, έχουν μια ανεξάντλητη δυνατότητα να προσφέρονται σε επανερμηνείες.
Θα μπορούσε ποτέ η Κλυταιμήστρα να δώσει ένα έργο με ελπίδα; «Ο Έλληνας, απαράμιλλα ευαίσθητος στον λεπτότερο και βαθύτερο πόνο, προσαρμόζεται τελικά, αφού κοιτάξει όμως πρώτα, κατάματα και άφοβα, την τρομακτική καταστροφικότητα της λεγόμενης Πα­γκόσμιας Ιστορίας και τη σκληρότητα της φύσης. Η Τέχνη τον σώ­ζει και μέσα από την Τέχνη - η ζωή», λέει ο Νίτσε στην Γένεση της τραγωδίας. Και η Μάρθα Γκράχαμ, που χόρεψε τη δική της Κλυταιμήστρα το 1958, συμπληρώνει: «Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δει­λός. Οι Έλληνες όμως ήσαν ρεαλιστές. Εμείς κρυβόμαστε από την α­λήθεια. Οι Έλληνες κοιτάνε κατάματα τη ζωή».
Πέρσι τέτοια εποχή η ομιλούσα πήρε το κρατικό βραβείο συγγρα­φής θεατρικού έργου για το έργο της με τίτλο: Ροστμπίφ και υπότιτ­λο: «Ο δισταγμός της Κλυταιμήστρας πριν απ' το φόνο». Ποιος όμως μπορεί να είναι ο δισταγμός της αδίστακτης αυτής γυναίκας; Ποιο μπορεί να είναι το μυστικό που κρύβει στη μαύρη ψυχή της και στο πανούργο μυαλό της, που, σαν κυνηγός, ξέρει να στήνει μόνο παγί­δες; Ας φανταστούμε μια απαστράπτουσα και ολόλευκη μοντέρνα κουζίνα που θα μπορούσε να είναι και χειρουργείο. Αυτό είναι το σκηνικό του έργου. Εκεί μέσα βρίσκουμε μια παντοδύναμη Κλυται­μήστρα, κυρίαρχη του παιχνιδιού, επιτυχημένη ιδιοκτήτρια μιας πανσιόν υπερηλίκων. Έχει χρήματα, έχει δύναμη, έχει εξουσία. Κυ­ριαρχεί πάνω στον άντρα Αίγισθο, έχει όλα τα δικά του δικά της. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κερδίσει. Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να ορεχθεί. Ή έτσι νομίζει. Η Κλυταιμήστρα βρίσκεται στο μεταφεμινιστικό στάδιο. Δεν περιμένει καν τον Αγαμέμνονα. Είναι σίγουρη όμως ό­τι κι αν επιστρέψει θα έχει τη δύναμη να τον βγάλει απ' τη μέση, για­τί έτσι της έμαθε η ζωή, να μην ορρωδεί προ ουδενός. Τότε όμως ανα­καλύπτει μέσα της το κενό. Την έλλειψη της ομορφιάς της ζωής. Του έρωτα. Ο Αίγισθος δεν την ποθεί πια. Οι σχέσεις τους είναι μια ισορ­ροπία τρόμου. Ένα μακάβριο δούναι και λαβείν. Τότε επιστρέφει ο Αγαμέμνων. Η Κλυταιμήστρα καλείται να τον σκοτώσει, όπως προ­στάζει ο μύθος. Αλλά η σύγχρονη και μελλοντική πραγματικότητα της χορτασμένης από δύναμη γυναίκας ίσως είναι διαφορετική. Ο μύθος καταλύεται. Η Κλυταιμήστρα διστάζει. Δεν θέλει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα, γιατί έχει ξυπνήσει μέσα της η νοσταλγία του ερω­τικού πάθους. Τα χρήματα, η δύναμη, η εξουσία, η πάλη να κρατηθεί κυρίαρχη του παιχνιδιού έχουν αποκοιμίσει μέσα της το συναίσθημα. Όμως ο έρωτας θέλει να ξαναϋπάρξει. Λέει σε έναν μονόλογο της : «Δεν ξέρει τι θα πει να 'ρχεται ξανά ο έρωτας. Είναι σαν να 'ρχεται ξα­νά η ζωή! Μπορώ ακόμη να το ζήσω. Τα θέλω όλα απ' την αρχή! Δεν έφτασε...!» Κι αλλού, λέει στον ίδιο τον Αγαμέμνονα: «Έλα. Υπάρ­χουν φιλιά που ακόμα ζούνε μέσα μου. Δεν τα 'χω δώσει σε κανέναν. Και χάδια που καίνε τα δάχτυλα μου και με πονάνε. Νιώθω το αίμα να ξαναγυρίζει στο σώμα μου. Κι εδώ κάτω στην κοιλιά. Λίγο πριν το τέλος όλα ζωντανεύουν...» Όμως, ο ίδιος ο Αίγισθος έχει αναλάβει να επιστρέψει στον μύθο. Θα σκοτώσει, παρά τη θέληση της, τον ωραίο Αγαμέμνονα. Και η σκιά του Ορέστη, που όλοι ξέρουν ότι έρχεται, πέ­φτει βαριά στην πανσιόν. Τότε γίνεται η δεύτερη ανατροπή του μύ­θου. Η Κλυταιμήστρα δεν είναι πια αυτή που ήταν. Ο έρωτας ξανα­γυρίζοντας μέσα της, την έχει κάνει μαλακιά. Παραδινόμενη στο συ­ναίσθημα της, είναι έτοιμη να σωθεί. Και σώζεται από την Ιφιγένεια. Ο κύκλος δεν κλείνει. Μάνα και κόρη θα ριχτούν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Δεν μπόρεσαν να νικήσουν βέβαια τη βία. Γιατί η βία φέρ­νει πάντα άλλη βία. Μπόρεσαν όμως να βρουν έναν τρόπο να την ξεγελάσουν και να της ξεφύγουν βοηθώντας η μία την άλλη. Την απαι­σιοδοξία για την ανθρώπινη μοίρα μπορεί λοιπόν ν' αντικαταστήσει η ελπίδα; Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ηρακλής Μαινόμενος μοιάζει να λέει: «Αντιμέτωποι μ' ένα εκτός λογικής σύμπαν, η μόνη ελπίδα για τον άνθρωπο είναι ο συνάνθρωπος».
(Κείμενο για Θεατρικό Συμπόσιο με θέμα τους Ελληνικούς Μύθους).
Λεία Βιτάλη 200 






ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μαρία Δημάκη-Ζώρα

Λέκτορας Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης

Γνωστικό αντικείμενο: «Θεατρολογία-Νεοελληνική Δραματουργία και Πολιτισμός»

 

 

 

 

Νεοελληνική Δραματουργία – Ο λόγος του συγγραφέα

 

-Υπάρχουν θέματα ή μοτίβα ή εκφραστικοί τρόποι που σας απασχολούν διαχρονικά και θα μπορούσαν να κατατάξουν το έργο σας σε κάποια «τάση» της δραματικής παραγωγής;

- Αν και πιστεύω ότι η κατάταξη των έργων του κάθε δημιουργού αποτελεί αυθαιρεσία από όπου και αν προέρχεται γιατί στενεύει τα όρια ενός δημιουργήματος βάζοντας παρωπίδες στον παραλήπτη, μπορώ να πω ότι με απασχολούν ιδιαίτερα θέματα που άπτονται της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης η μη πραγματικότητας με ορίζοντα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής θεώρησης. Πάνω απ’ όλα όμως θα έλεγα ότι με απασχολούν οι κάθε είδους ανθρώπινες σχέσεις και δίνω προτεραιότητα στην ψυχαναλυτική εμβάθυνση των χαρακτήρων μου που επηρεάζονται από το κοινωνικό πλαίσιο και με τη σειρά τους το επηρεάζουν κι εκείνοι.

 

- Υπάρχουν κάποιες περίοδοι / φάσεις, στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί η δημιουργία σας στο θέατρο και αν ναι, ποιες πιστεύετε ότι είναι αυτές;

  - Υπάρχει η φάση που ασχολήθηκα εντατικά με την μεταφορά των αρχαίων Ελληνικών μύθων στη σύγχρονη εποχή και με την ανάδειξή τους μέσα από άλλη οπτική. Άλλη φάση ήταν οι σχέσεις γονιών και παιδιών μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, και μια συνεχιζόμενη –δεν θα την έλεγα φάση- της κοινωνικής κριτικής της σύγχρονης εποχής.

- Σε ποιο θεατή / κοινό απευθύνονται τα έργα σας (υπάρχει «εγγεγραμμένος» θεατής και, αν ναι, πώς θα τον προσδιορίζατε);

- Αν και νομίζω ότι το Ελληνικό κοινό δεν είναι συνειδητά κατανεμημένο αλλά μπορεί να δει τα πάντα αρκεί να έχουν ακουστεί, νομίζω ότι το κοινό που με ακολουθεί είναι περισσότερο ψαγμένοι θεατρόφιλοι μέσης ηλικίας. Προσωπικά όταν γράφω απευθύνομαι σε ένα φίλο καλλιτέχνη που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και του οποίου εκτιμούσα πάντα τη γνώμη.

 

-Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του έργου σας με την «πραγματικότητα» της ζωής στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα;

- Τα έργα μου στην πλειονότητα τους εξετάζουν και κριτικάρουν αυτά ακριβώς τα θέματα έστω και αν σε μια πρώτη ματιά είναι θέματα ανθρώπινων σχέσεων. Οι άνθρωποι ζουν και κινούνται πάντα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που επηρεάζει τις σχέσεις τους, δεν μπορούμε να αποκοπούμε από αυτό, αλλιώς θα ήταν μια στεγνή ηθογραφία με μονοδιάστατους χαρακτήρες.

 

- Ποιες είναι οι αφετηρίες του προβληματισμού, της έμπνευσης και της θεματικής των έργων σας;

- Αυτό που είπα και πιο πάνω. Οι κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον με ανθρωπιστική ματιά.

 

- Ποια θέση κατέχει το αρχαίο δράμα στη δική σας δραματική παραγωγή (πηγή

έμπνευσης, διακείμενο, μορφολογία, θεματική);

  - Πέρα από πηγή έμπνευσης σε κάποια συγκεκριμένα έργα μου όπου μεταφέρω αρχαίους μύθους στην σύγχρονη εποχή με μια διαφορετική οπτική, η μελέτη του αρχαίου δράματος (τραγωδία) μου έδωσε ένα μεγάλο στήριγμα: τη δομή του. Νομίζω ότι όλα μου τα έργα έχουν αυτή τη δομή και ένα τέλος που εμπεριέχει την κάθαρση.

 

-Ποιες είναι οι αφετηρίες της έμπνευσης και της θεματικής των έργων σας που σχετίζονται με το αρχαίο δράμα και πώς μεταγράφονται οι σχέσεις αυτές δραματουργικά στο έργο σας;

- Με έχουν κυριεύσει 2 γυναικείες ιδιαίτερες μορφές του αρχαίου δράματος που μπορώ να πω ότι βυθίζονται στο πάθος τους και στη βία και την ύβρη που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά τους. Είναι η Φαίδρα και η Κλυταιμνήστρα. Η κάθε μια τους πρωταγωνιστεί σε έργα μου (Τζιν Φιζ και Ροστμπίφ αντίστοιχα). Όταν μεταφέρω την προσωπικότητά τους στη σύγχρονη εποχή αποκαλύπτεται μια άλλη κρυμμένη διάσταση του ήρωα που ανατρέπει τον μύθο.

 

- Υπάρχει, κατά την άποψή σας κάποιος συνδετικός ιστός ανάμεσα στο αρχαίο ελληνικό δράμα και τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία;

- Υπάρχει στις περιπτώσεις που ακολουθούμε τη δομή του. Υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς που βασίζονται πάνω σ’ αυτή τη δομή αλλά νομίζω ελάχιστοι. Στην πλειονότητα ωστόσο νομίζω ότι το σύγχρονο Ελληνικό έργο είναι επηρεασμένο από ξένα έργα και άλλες τάσεις.

 

- Θεωρείτε τους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς προνομιακούς συνομιλητές με το αρχαίο δράμα σε σχέση με τους ξένους;

- Θα μπορούσαν να ήταν αλλά όπως διαπιστώνουμε κοιτάζοντας τη βιβλιογραφία περισσότερο οι ξένοι συγγραφείς και σκηνοθέτες έχουν συνομιλήσει με το αρχαίο δράμα. Νομίζω ότι εμείς ακόμη θεωρούμε ύβρη να το αγγίξουμε και να το «πειράξουμε».

 

-      Έχετε πραγματευθεί παρόμοια θέματα (σχετιζόμενα με το αρχαίο δράμα) και με διαφορετικό τρόπο (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο);

- Όπως ανέφερα και προηγουμένως έχω γράψει έργα με βάσει τους Ελληνικούς μύθους στο θέατρο, όχι στα μυθιστορήματά μου, όπου προτιμώ το ιστορικό πλαίσιο για την τοποθέτηση των ηρώων μου.

 

-       Ποια είναι η σχέση σας με το παγκόσμιο ρεπερτόριο (πηγή έμπνευσης, διακείμενο, μορφολογία, θεματική);

- Είναι μεγάλη η σχέση μου καθώς υπάρχω και ζω μέσα σ’ αυτό το παγκοσμοιοποιημένο πλαίσιο και ακούω συνειδητά τους σφυγμούς του. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα σαν άτομο να πω ότι με χαρακτηρίζει η εσωστρέφεια. Θα ήμουν οπισθοδρομική που δεν είμαι καθόλου πιστεύω. Υπάρχουν έργα μου που «πιάνονται» από ξένα έργα (΄Ενατος γάμος) και προχωρούν την υπόθεση φέρνοντάς την στο σήμερα.

 

-    Ποια είναι η σχέση σας με την παράδοση και τον πολιτισμό της νεότερης Ελλάδας (πηγή έμπνευσης, διακείμενο, μορφολογία, θεματική);

- Χωρίς να γίνεται συνειδητά αυτό, δεν μπορεί παρά να υπάρχει. Φυσικά εμπλουτισμένο με σύγχρονα παγκόσμια θέματα. Ωστόσο πιστεύω ότι η Ελληνικότητα είναι κάτι που θα έπρεπε ούτως ή άλλως να χαρακτηρίζει τα έργα τέχνης μας, γιατί θα ήταν πολύ κακό να χάσουμε την ιδιαιτερότητά μας εν ονόματι της παγκοσμιοποίησης.

 

-      Ποια έργα σας και ποιες παραστάσεις τους θεωρείτε σταθμούς στην πορεία σας στο θέατρο;

- Νομίζω ότι 3 έργα υπήρξαν για μένα σταθμοί: Το «Γεύμα», το «Addio del passato» και το «Ζειμπέκικο». Εντελώς διαφορετικά το ένα από το άλλο.

 

-      Υπάρχει και, αν ναι, ποια είναι η ιδιαιτερότητα της Νεοελληνικής Δραματουργίας;

- Δεν νομίζω ότι μπορούμε να την κατατάξουμε ακόμη συνολικά διότι βρίσκεται σε εξέλιξη και θα την αδικούσαμε. Η νεοελληνική δραματουργία έχει, όπως και όλες οι δραματουργίες, τις εποχές της. Τώρα έχουμε ξεφύγει από την ηθογραφία. Υπάρχει ένας καλός ή κακώς επηρεασμός από ξένες θεατρικές οπτικές που ακόμη δεν έχουν αφομοιωθεί στη χώρα μας. Μέχρι προ τινος θα έλεγα πως υπήρχε μια ατολμία. Τώρα υπάρχει μια εσκεμμένη προκλητικότητα. Αλλά αυτά είναι στάδια που προηγούνται των νέων μορφών. Εν αναμονή λοιπόν.

 

-   Πώς, κατά την άποψή σας, διαμορφώνεται και από τι καθορίζεται η «ελληνικότητα» ως ταυτότητα στην εν λόγω δραματουργία;

- Για να απαντήσει κάποιος σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναλύσει πρώτα τι είναι η «Ελληνικότητα». Πέρα από τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, που έτσι κι αλλιώς δεν παραμένουν αναλλοίωτα στην πορεία μιας χώρας, υπάρχουν πολλές άλλες παράμετροι που χρειάζεται να εξεταστούν. Η Εθνική ταυτότητα κάθε χώρας, ή αν θέλετε κάθε πολιτισμού, είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς που έχει τις βάσεις της στο παρελθόν αλλά εν μέρει μεταλλάσσεται συνεχώς με βάσει τις συνεχείς και γρήγορες εξελίξεις.

 

 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΥΜΑ 


Τότε που αποκαλούσαμε τις γυναικοκτονίες «εγκλήματα τιμής»

  • A-
  • A+
«Αυτές είναι φασιστικές συμπεριφορές», ξεκαθαρίζει η δραματουργός που είχε περιγράψει εγκαίρως το δραματικό φαινόμενο στο «Γεύμα» προ 25ετίας.

«Οι γυναικοκτονίες δεν θα σταματήσουν όσο ενδιαφερόμαστε ως κοινωνίες για την αγορά όπλων παρά για τη δημιουργία ανθρώπων με ανθρωπιστική νοοτροπία». H θεατρική συγγραφέας Λεία Βιτάλη το επισημαίνει αυτό. Την αναζητήσαμε.

Ο λόγος; Ηταν πολλά τα θεατρικά έργα φέτος τα οποία απασχόλησε το θέμα της γυναικοκτονίας: αρκετά πρωτότυπα κείμενα, περφόρμανς και δρώμενα, ακόμη και αναγνώσεις της πατριαρχίας και της εγκληματικής πτυχής της μέσα από τα παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια ή τεκμήρια παλιότερων εποχών.

Ούτε η νέα γενιά ούτε η παλιότερη έμειναν ασυγκίνητες από το δράμα της διπλανής μας πόρτας, με θύματα συγκεκριμένου γένους και από θύτες που είχαν το κλειδί. Ξεχωρίσαμε ένα από αυτά, «Το Γεύμα», κυρίως επειδή είχε γραφτεί πριν από σχεδόν 25 χρόνια.

Η αυξανόμενη έντασή του στην κορύφωσή της είναι ένα χτύπημα που μόνο σαν γροθιά στο στομάχι μπορείς να το περιγράψεις. Κι ακόμα τοποθετεί τη δράση σε ένα πλούσιο σπίτι, στη διάρκεια μιας γιορτής από όπου περισσεύει η ευμάρεια, ενώ τόσο οι οικοδεσπότες όσο και οι καλεσμένοι είναι νέοι και όμορφοι, μορφωμένοι και επιτυχημένοι, λαμπρά παιδιά του συστήματος.

Αλλά όταν αποφασίζουν να αναπαραστήσουν έναν βιασμό που απασχολεί τις ειδήσεις, η εικόνα τους αλλάζει και αποδεικνύονται αδυσώπητοι, λαίμαργοι για βία, αχόρταγοι για δύναμη. Μεταφέρονται έτσι όλη αυτή η έλλειψη ενσυναίσθησης, η ψυχική αναπηρία που μετακυλίει στο θύμα την ευθύνη για το προμελετημένο έγκλημα που περιγράφεται ως «η ώρα η κακιά» ή «έγκλημα πάθους».

Γι' αυτό αναζητήσαμε λοιπόν τη Λεία Βιτάλη για να γνωρίσουμε την αφετηρία ενός έργου που γράφτηκε το 1998, αλλά η σημερινή συγκυρία τού δίνει μια επιπλέον τραγική επικαιρότητα.

«Πάντοτε υπήρχαν γυναικοκτονίες. Τότε ήταν οι εποχές που τις αποκαλούσαμε "εγκλήματα πάθους" ή "εγκλήματα τιμής". Εγώ θα έλεγα ότι είναι φασιστικές συμπεριφορές. Νομίζω ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης στις καινούργιες κοινωνίες που ζούμε, στην κρίση που υπάρχει, στον εγκλεισμό που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια. Αλλά πέρα από αυτά είναι οι κοινωνίες μας που συνεχώς ανοίγουν την ψαλίδα της ανισότητας και μεγαλώουν η φτώχεια και η έλλειψη παιδείας: αυτό οδηγεί στον δρόμο της φασιστικής νοοτροπίας. Αυτό είχα αφουγκραστεί τότε σε μια κοινωνία που άλλαζε.

Υπάρχει, νομίζω, μέσα στη γυναικοκτονία μια τάση εκδίκησης για τα δεινά που ίσως υφίσταται κάποιος, αλλά συγχρόνως υπάρχει και ένα φουσκωμένο Εγώ, ένα αντριλίκι. Μιλάμε για κοινωνίες που αφ' ενός δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στην επιτυχία και στο χρήμα και από την άλλη μεριά δημιουργούν νεόπτωχους, κάτι που καταλαβαίνεις ότι οδηγεί, μέσα από την οργή, σε ανεξέλεγκτες πράξεις. Βλέπουμε τώρα βιαστές ακόμα και όργανα της τάξης να είναι αυτοί οι οποίοι θα μπορούσαν να δολοφονήσουν οποιονδήποτε πιο αδύναμο από αυτούς.

Είτε είναι ένας άνθρωπος με ιδιαιτερότητα είτε είναι μετανάστης, οποιοσδήποτε πάνω στον οποίο μπορούν να επιβάλουν την εξουσία τους. Κάτι που με φοβίζει πάρα πολύ είναι ότι κατά τη γνώμη μου αυτό το πράγμα δεν θα μας αφήσει, ότι θα αυξάνεται συνέχεια, όσο λιγότερη σημασία δίνουμε στην παιδεία και στη δημιουργία μιας οικογένειας με αρχές την ισότητα όχι μόνο των φύλων αλλά και των ανθρώπων με διαφορετικότητα.

Εκείνο που βλέπουμε είναι ότι ως κοινωνία περισσότερο ενδιαφερόμαστε για την αγορά όπλων παρά για τη δημιουργία ανθρώπων με πιο ανθρωπιστικές νοοτροπίες. Οι αξίες έχουν εξαφανιστεί γιατί έχουν μετατοπιστεί σε άλλα, περισσότερο υλικά πεδία».

https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/354614_tote-poy-apokaloysame-tis-gynaikoktonies-egklimata-timis

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ